Η Ημαθία λίγους μήνες μετά από την απελευθέρωση της, μέσα από τις εντυπώσεις Κύπριων εθελοντών των Βαλκανικών πολέμων (1912 – 1913)

Πέτρος Παπαπολυβίου – Καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κύπρου

Επιμέλεια: Αθ. Γ. Βουδούρης

Μία από τις λιγότερο γνωστές πτυχές της σύγχρονης ιστορίας μας είναι και η συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών αγωνιστών στους απελευθερωτικούς αγώνες του 1912 – 1913. Σε αντίθεση με την προσφορά των απανταχού Ελλήνων, από την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, το Ιόνιο, την Ευρώπη κ.λ.π., ελάχιστα γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα για τη συμβολή των κατοίκων της Μεγαλονήσου στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Πολύτιμα στοιχεία για τη συμμετοχή και τη δράση τους στα ένοπλα απελευθερωτικά σώματα της περιόδου αυτής, δημοσίευσε ο καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Πέτρος Παπαπολυβίου, κατά το έτος 1999, στο έργο του με τίτλο «Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων». Στο παραπάνω έργο δημοσιεύονται επιστολές, πολεμικά ημερολόγια και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία του 1912 – 1913.
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Κυπρίων εθελοντών των Βλκανικών Πολέμων είναι το γεγονός ότι συχνά η Κύπρος παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους. Σε επιστολές τους συχνά παρομοιάζουν τις διάφορες περιοχές της Μακεδονίας με περιοχές της Κύπρου. Ο Κ. Κοιλανιώτης παρομοιάζει το Βέρμιο με τον Αφάμη (κορυφή της οροσειράς του Τροόδους), πιθανότατα λόγω του γεγονότος ότι οι κάτοικοι των οικισμών των δύο αυτών βουνών ασχολούνταν με την αμπελουργία και την οινοποιία, ενώ ο Ι. Πηγασίου παρομοιάζει τη Βέροια με τον Καραβά. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν, επίσης, στους Κύπριους αγωνιστές τα «λαμπρά κτίρια» της Βέροιας και της Νάουσας, πόλεις οι οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ των «ωραιότερων πόλεων της Μακεδονίας».
Όπως πληροφορούμαστε από άρθρο του Α. Δρουσιώτη (Εφημερίδα Κήρυξ 3 – 1 – 1914), στις αρχές του 1913 μεταφέρθηκε στη Νάουσα από την Κοζάνη ο 12ος λόχος, του 16ου Συντάγματος, της 5ης Μεραρχίας, για να φυλάει την πόλη και το σιδηροδρομικό σταθμό. Σύμφωνα με το Νικόλαο Κλ. Λανίτη, (Εφημερίδα Αλήθεια, 5 – 4 – 1913), την περίοδο αυτή στρατοπέδευαν στην Νάουσα και την Έδεσσα περίπου 60 Κύπριοι εθελοντές στρατιώτες. Μεταξύ των αγωνιστών αυτών ήταν και ο λοχίας Κωνσταντίνος Ναθ. Κοιλανιώτης – Μιχαηλίδης, ο οποίος από τη Νάουσα έστειλε και τις τελευταίες επιστολές προς τους γονείς του, αφού 2 μήνες αργότερα σκοτώθηκε στη μάχη του Κιλκίς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία της επαρχίας Βεροίας και Ναούσης, παρουσιάζουν ορισμένα άρθρα του Νικολάου Κλ. Λανίτη, τα οποία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά σε αθηναϊκές εφημερίδες στις αρχές του 1913, το Αφήγημα Ιωάννη Πηγασίου με τίτλο «Από τα παλαιά σύνορα μέχρι Θεσσαλονίκης», καθώς και μια επιστολή του εθελοντή Ιωάννη Τσαγκαρίδη προς τον πατέρα του Χριστοφή Τσαγγαρίδη, στη Λάπηθο.
Στη συνέχεια, παραθέτουμε τα σημαντικότερα αποσπάσματα από το βιβλίο του κ. Πέτρου Παπαπολυβίου, που αφορούν την επαρχία:

1. Άρθρα του Κύπριου εθελοντή Νικολάου Κλ. Λανίτη

Νερά εδώ κ’ εκεί λιμνάζοντα αποτελούσιν έλη και τέλματα, τα οποία συναντά τις πανταχού σχεδόν της Μακεδονίας και τα οποία επιδρώσιν ολεθρίως επί της υγείας των κατοίκων καθ’ όλην την περιοχήν Βερροίας, Νιαούσης, Βοδενών. Τα έλη ταύτα της Μακεδονίας ουδέποτε προκαλέσαντα την προσοχήν ενός καθεστώτος, το οποίον άφηνε τα πάντα εις την τύχην των, θα προκαλέσωσι βεβαίως ευθύς εξ αρχής την μέριμναν κυβερνήσεως πατρικής. Τα έλη ταύτα της Μακεδονίας οφείλονται εις το αρρύθμιστον της κοίτης των ποταμών και χειμάρρων που την διασχίζουν και εις την μεγάλην λίμνην των Γενιτσών. Η λίμνη αύτη δεν είναι λίμνη, αλλά συνεχής σειρά ελών και τελμάτων. Η πραγματική λίμνη είναι εκτάσεως μόνον ολίγων τινων χιλιομέ τρων, το δε υπόλοιπον είναι έλη και καταλαμβάνει τα διαμερίσματα Γενιτσών, Θεσσαλονίκης, Βερροίας και Βοδενών. Συνεπεία τούτου ολόκληρος η περιοχή αύτη μαστίζεται υπό ελωδών πυρετών. (…) Αλλ’ η αποξήρανσις της λίμνης των Γενιτσών θα συνέβαλλεν όχι ολίγον και εις την λύσιν ενός των σοβαρωτάτων ζητημάτων, άτινα έχει ν’ αντιμετωπίση εις την νέαν Ελλάδα η κυβέρνησις. (…)
Η θέσις του αγροτικού πληθυσμού είναι οικτρά. Υπάρχουσι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι ιδιοκτήται τσιφλικίων και οι δουλοπάροικοι. Εις την επαρχίαν Βερροίας από 75 χωρία τα 71 είναι τσιφλίκια. Οι ιδιοκτήται παρέχουν τας γαίας και τον σπόρον προς καλλιέργειαν εις τους ακτήμονας γεωργούς και οι γεωργοί υποχρεούνται να καλλιεργήσουν και σπείρουν τας ούτω παραχωρουμένας γαίας δι’ ιδίων κτηνών και ιδίων εργαλείων, ν’ αποδώσωσι δε κατόπιν εις τους ιδιοκτήτας το ήμισυ του προϊόντος, το δε χείριστον υποχρεούνται ενίοτε ν’ αποδώσουν ωρισμένην ποσότητα προϊόντος, ανεξαρτήτως του ποσού της παραγωγής. (…)
Θαυμάσια στοιχεία διά τας γεωργικάς απόψεις του μέλλοντος είναι η πληθύς των υδάτων, δι’ ων καταρδεύονται πανταχου αι μακεδονικαί πεδιάδες και η ευφορία του εδάφους του αυτού αγρού αποδίδοντος κατά το αυτό έτος εν τη επαρχία Βερροίας σίτον και αραβόσιτον. Εν τη επαρχία Βερροίας, περιλαμβανούσης ως γνωστόν και την Νιάουσταν, το κυριώτατον των προϊόντων είναι ο οίνος, είναι δε φημισμένοι οι οίνοι της Νιάουστας και ιδίως του Τσερνόβου. Υπό το τουρκικόν καθεστώς ένεκα της βαρυτάτης φορολογίας, οι οίνοι δεν ήτο δυνατόν να προαχθώσιν. Επλήρωνεν η γη, επλήρωνε το σταφύλι, επλήρωνε το κρασί, επλήρωνε το οινόπνευμα, επλήρωνεν ο καταναλωτής, κλπ. κλπ. Διά της τοιαύτης φορολογίας η Τουρκία κατώρθωσε να παρακωλύση την κατανάλωσιν των εγχωρίων κρασιών, να διαδίδωνται δε και ευδοκιμούν τα ξένα. (…)
Τα δάση της Μακεδονίας
Τα δάση ήσαν, ως γνωστόν, επί Τουρκίας τελείως σχεδόν απροστάτευτα. Υπάρχουσιν εν Μακεδονία δάση δημόσια και δάση ιδιωτικά. Τοιαύτα ιδιόκτητα ιδιωτικά δάση υπάρχουσιν απέραντα. Εις την επαρχίαν Βερροίας, ιδίως, εκπλήττει η έκτασις ιδιωτικών τινων δασών. Το δάσος Περσιόρι π.χ. εν Νιαούση ανήκον εις τον κ. Κανέλλην, Άγγλον υπήκοον, είναι εκτάσεως 200 χιλιάδων στρεμμάτων και είναι ενοικιασμένον εις μίαν γαλλικήν εταιρίαν. Το δάσος Σέλι, νομή μάλλον, ιδιόκτητον εκ 250 χιλ. στρεμμάτων, το δάσος Σκουτίνα 10 χιλ. στρεμμάτων, επίσης ιδιόκτητον, τα δάση Μαρούσα, Αρκουδοχώρι, Τσέρνοβον και άλλα. (…)
Η εποπτεία του δασικού προσωπικού είναι ομολογουμένως δυσχερής• διά τούτο ειδική δέον να καταβάλληται πρόνοια διά την πρόσληψιν εντίμων κατωτέρων υπαλλήλων και αυστηρών εποπτών. Ομολογώ ότι ηυχαριστήθην αντιληφθείς εκ των συνομιλιών μου, μετά χωρικών ιδία, ότι τοιαύτη πρόνοια είχε ληφθή ευθύς εξ αρχής• ούτω εν τη επαρχία Βερροίας, όπου άλλοτε υπήρχον τρεις ρακενδύται φέροντες τα νησιάνια του δασοφύλακος, κατά Φεβρουάριον, ότε την επεσκέφθην, υπήρχον 12. Αργότερον τα δάση Βερροίας, Βοδενών, και Νιαούσης υπήχθησαν εις εν δασαρχείον του Βερμίου όρους, εδρεύον εν Νιαούση, ήτις κέκτηται τα σπουδαιότερα δάση. (…)
Τα μέτρα ταύτα εν τω ενδιαφέροντί μου προς προστασίαν της γεωργίας και των δασών της Νέας Ελλάδος κατέστησα γνωστά εν Θεσσαλονίκη εις τον καινοτόμον διευθυντήν της γεωργίας και των δασών της Νέας Ελλάδος κ. Δεκάζον και εις τον κ. Ρακτιβάν, ελπίζω δε ότι το υπουργείον της Εθνικής Οικονομίας θα εφοδιασθή και διά των νομοθετημάτων τούτων και διά των εκθέσεων του Ματών και του Χάτσινς θα χρησιμεύσουν ως συμβολή σχετικών μελετών. (…)
Εις την Νιάουσαν την δασοσκεπή και κατάρρυτον, συνηντήθην μετά διακεκριμένου Άγγλου μεγαλοβιομηχάνου, ον μοι είχε συστήσει εν Θεσσαλονίκη ο κ. Πράις, ο επιφανής αυτόθι ανταποκριτής των «Τάιμς».

Η βιομηχανία και το εμπόριον εν Μακεδονία

Ιδιαιτέρας προσοχής αξία είναι η βιομηχανία της Μακεδονίας. Η Βέρροια, η Νιάουσα και η Έδεσσα είναι σπουδαιότατα βιομηχανικά κέντρα, τιμώντα μεγάλως το επιχειρηματικόν ελληνικόν πνεύμα. Εφ’ όσον το καταλυθέν καθεστώς και αι περιστάσεις επέτρεπον, η βιομηχανία ανεπτύχθη εν Μακεδονία εις σημείον αληθώς περίοπτον. Εν Βερροία, όπου αι χιονοθύελλαι με είχον αποκλείση ημέρας τινας ξενιζόμενον μετά του φίλου μου κ. Ασσέο, του συμπαθούς συντάκτου της «Λιμπερτέ» εις τον φιλόξενον οίκον του διαπρεπούς αυτόθι Ίσραηλίτου κ. Γιονά Σολφάτη, ηδυνήθην ν’ ασχοληθώ περισσότερον εις τα της αυτόθι καταστάσεως. Υπάρχουσιν εν Βερροία 2 νηματουργεία υδροκίνητα και εις κυλινδρικός αλευρόμυλος (με 6 κυλίνδρους και μίαν πέτραν), δύο αλευρόμυλοι παλαιού συστήματος, 8 μικροί αλευρόμυλοι, 7 σισαμελαιοτριβεία, 3 συμπυκνωτήρια μαλλίνων υφασμάτων, 2 εκκοκκι στήρια βάμβακος και 1 ορύζης. Εις την Νιάουσαν είναι μάλλον ανεπτυγμένη η μεγάλη βιομηχανία. Πλην των νηματουργείων υπάρχουν τελειότατα υφαντουργεία, αναπτύσσοντα εις τελειότατον βαθμόν την αρχήν του καταμερισμού των έργων, εις τα οποία εργάται φιλόπονοι και πρόθυμοι και ζωηραί εργάτιδες διαρκώς καταγίνονται. Εις το υφαντουργείον του κ. Λαμνίδου κατασκευάζεται τελειότατον χακί. Η πρώτη ύλη προσκομίζεται εκεί νομίζω εκ Κωνσταντινουπόλεως και παρακολουθούντες την εξέλιξιν αυτής φθάνετε μέχρι της αποθήκης, όπου σιδηρωμένον και διπλωμένον τοποθετείται το χακί. Το υφαντουργείον τούτο επρομήθευε χακί εις τον τουρκικόν στρατόν και σήμερον θα προμηθεύη, βεβαίως, τον ελληνικόν.
Όλα αυτά τα εργοστάσια, καθώς και τα της Εδέσσης ευρίσκονται πλησίον των ποταμών και των χειμάρρων, διότι κινούνται διά της δυνάμεως των υδάτων. Κινούνται με δύναμιν 200 – 600 ίππων• αλλ’ η δύναμις των υδάτων των κατερχομένων εκ της περιοχής της Εδέσσης κυρίως, δύναται να κινήση μηχανήν 1200 ίππων δυνάμεως και οι βιομήχανοι, άμα τη εγκαταστάσει του νέου καθεστώτος και τη παγιώσει της δημοσίας ασφαλείας ήρχισαν σοβαρώς σκεπτόμενοι περί ευρύνσεως των επιχειρήσεων αυτών. Ήσαν όλοι διά τούτο ευχαριστημένοι. Κατηρχόμην μετά του κ. Κοκκίνου, της αρχοντικής εν Νιαούση οικογενείας, εκ τινος εργοστασίου εις το άκρον της πόλεως. “Αλλοτε”, μου έλεγεν, “ήτο αδύνατον να ερχώμεθα μόνοι αφόβως εδώ• πέρυσιν ακριβώς, εδώ περί την δύσιν του ηλίου επυροβολήθην από Βουλγάρους κομιτατζήδες και κυλιόμενος κυριολεκτικώς από υψώματος εις ύψωμα κατώρθωσα να διαφύγω”.
Εν Βερροία ήκμαζεν άλλοτε η βαφική. Βερροιώται εγνώριζον την τέχνην του βάφειν δι’ ιδιαιτέρου πορφυρού χρώματος θαυμασίως νήματα και υφάσματα τόσον τέλεια, ώστε και εξ Αυστρίας εστέλλοντο τοιαύτα εις Βέρροιαν και εβάφοντο. Κατά την μεγάλην επανάστασιν οι πλείστοι των βαφέων τούτων είχον μεταναστεύσει εις Αυστρίαν, ως είχον μεταναστεύσει εκείσε τόσοι και τόσοι Μακεδόνες μέχρι Κορυτσάς και Μοσχοπόλεως, ιδρύσαντες εκεί τας ακμαίας εκείνας ελληνικάς κοινότητας, περί ων είχε τελευταίως ασχοληθή ο Κ. Λάμπρος. Οι υπολειφθέντες των βαφέων τούτων εσφάγησαν υπό των Τούρκων. Ποία ήτο η πρώτη ύλη και πώς εγένετο το πορφυρούν εκείνο χρώμα διατελεί νυν άγνωστον. Μοι είπον ότι υπέργηρός τις Βερροιώτης κάτι ήξευρε περί του πράγματος• αλλά δεν κατώρθωσα να τον ίδω τις οίδε πού κεκρυμμένον εν ώρα χιονοθυελλών. ‘Ισως αι γραμμαί μου αύται προκαλέσωσιν επί τούτου την προσοχήν άλλων.
Αλλ’ εκτός των υπαρχουσών βιομηχανιών η ελευθερία και ο δι’ αυτής εισρέων πολιτισμός, θα εισαγάγουν αμέσως νέας βιομηχανίας. Ο μέγας παράγων των πολλών και αφθόνων υδάτων θα χρησιμοποιηθή ακόμη περισσότερον• η κατεργασία των δερμάτων θα προκαλέση αμέσως την προσοχήν του ελληνικού κεφαλαίου, η δε τυροκομία, δι’ ην και τώρα φημίζεται η Μακεδονία, ιδίως η περί την Βέρροιαν και Νιάουσαν, κατασκευάζουσα το κασκαβάλλι, θα προκαλέση συντόμως την διάθεσιν κεφαλαίων. Όλαι αύται αι επιχειρήσεις, χαρακτηριστικαί πολιτισμένων λαών, θα ακολουθήσουν την εγκαθιδρυθείσαν ελευθερίαν. Γνωρίζομεν όλοι πώς προήχθη η τυροκομία εν Βοσνία μετά την αντικατάστασιν των Τούρκων. Την προσοχήν επιχειρηματιών θα προκαλέσουν και τα λατομεία, έχοντα μάρμαρα, κρινόμενα υπό των ειδικών πρωτίστης ποιότητος, λευκά επί του βουνού Σαρκοβούνου και μαύρα εις Λοζέτσιον παρά την πόλιν της Βερροίας. (…)
Εις μίαν των αιθουσών της νομαρχίας Βερροίας είχα συναντήσει τη πρόφρονι μερίμνη ενός μελετηροτάτου και ευγενούς νομάρχου, του κ. Σωτηρίου πλείστους εμπόρους ‘Ελληνας και Ισραηλίτας. Και περί μεν των βιομηχανικών απόψεων ωμιλήσαμεν. Οι έμποροι με προφανή ευχαρίστησιν εις το πρόσωπον μοι ωμίλουν περί της βελτιώσεως της σημαντικής, ην επέφερον εις την θέσιν αυτών η εμπέδωσις της δημοσίας ασφαλείας, ήτις ηύξησε την πίστιν και τας εργασίας και συνετέλεσεν ώστε να συρρέουν από παντού έμποροι και πελάται και τα εμπορεύματα να στέλλωνται παντού και άνευ φόβου. Ό,τι χρειάζονται οι έμποροι των μερών εκείνων είναι η ίδρυσις πιστωτικών ιδρυμάτων, άτινα εστερούντο μέχρι σήμερον.
Τινές μοι εξέφρασαν την γνώμην της ιδρύσεως Γεωργικής Τραπέζης. Τοιαύτη Τράπεζα μοι είπον, ότι υπήρχεν, αλλ’ υπήρχε μόνον κατ’ όνομα• αντί να δανείζη τους γεωργούς, ους δεν εδάνειζε, διότι ήσαν ακτήμονες, εδάνειζε τους μεγάλους γαιοκτήμονας με χαμηλόν τόκον, οι οποίοι διά των χρημάτων αυτών εξεμεταλλεύοντο τον λαόν. Αλλ’ ατομικώς νομίζω, ότι η Γεωργική Τράπεζα δεν είναι το προσφορώτερον μέσον βοηθείας του αγροτικού πληθυσμού τουλάχιστον επί του παρόντος και μέχρις ου ο γεωργικός πληθυσμός των ανακτηθεισών χωρών ανέλθη βαθμίδας τινάς ακόμη πολιτισμού. (…)
Η σύστασις ανωνύμων εταιριών, δι’ ων και μόνον θα ήτο δυνατή η εν ευρυτάτη κλίμακι εκμετάλλευσις ήτο σχεδόν αδύνατος. Εν τη επαρχία Βερροίας π.χ., εν η ευρύτατον έχουσι στάδιον αναπτύξεως αι ανώνυμοι εταιρίαι, δεν κατωρθώθη να συστηθή διά τους ανωτέρω λόγους ή μία τοιαύτη, η του κ. Χατζηλαζάρου. (…)

Δήμοι και Κοινότητες

Μία των πρώτων εντυπώσεων, ήτις υποπίπτει αμέσως εις τας αισθήσεις του επισκέπτου των μακεδονικών πόλεων και χωρίων είναι η οικτρά κατάστασις αυτών. Είναι και τούτο μία συνέπεια ουχί η ελαχίστη του καταλυθέντος καθεστώτος, υπό το οποίον ο δήμος δεν είχεν αυτοτέλειαν, ούτε αυτενέργειαν, αποτελών μάλλον την κατωτάτην κλίμακα της διοικητικής διαιρέσεως και διευθυνόμενος υπ’ ανθρώπων, οίτινες ηδύναντο να είναι καλοί κτηνοτρόφοι ή χασάπηδες, αλλ’ οι οποίοι δεν ήτο δυνατόν να ήσαν καλλίτεροι των βαλήδων, τους οποίους επαρκώς γνωρίζομεν. Η κατάστασις του δήμου ήτο καθ’ όλα σύμφωνος προς τη μανταλιτέ των δημοτικών αρχόντων. Ο προϋπολογισμός του Δήμου Βερροίας, ούτινος ο πληθυσμός ανέρχεται εις 16 χιλιάδας περίπου, ανέρχεται εις 40 χιλιάδας φράγκων, της δε Νιαούσης εις 20 χιλιάδας!
Δεν θα παραβάλω βεβαίως τον προϋπολογισμόν τούτον με τον προϋπολογισμόν των Αθηνών, αλλά διά να νοηθή η διάφορος αντίληψις των δύο καθεστώτων ας σημειωθή ότι ο προϋπολογισμός του μικρού Δήμου του Μεσολογγίου π.χ. ανέρχεται εις 120 χιλιάδας φράγκα, της δε Τριπόλεως εις 250 χιλ. φρ. Ουδαμώς διά τούτο άπορον, ότι η κατάστασις των πόλεων είναι οικτρά. Ρυμοτομία και πεζοδρόμια είναι πολυτέλεια άσκοπος• εις την Έδεσσαν και την Φλώριναν υπάρχουσι σοκάκια από τα οποία δεν δύναται να διέλθη ζώον φορτωμένον. Αντί ολίγης δαπάνης ηδύναντο να χρησιμοποιηθώσι θαυμασίως προς ηλεκτροφωτισμόν τα διάφορα ρεύματα των πανταχόθεν καταρρεόντων υδάτων και όμως είναι τόσον το επικρατούν κατά την νύκτα σκότος και τόσοι κατά τον χειμώνα οι εντός των πόλεων χείμαρροι, ώστε η κυκλοφορία καταντά αδύνατος. Και όμως υπό διάφορον καθεστώς και με διάφορον αντίληψιν δημοτικών καθηκόντων η Βέρροια, η Νιάουστα, η Έδεσσα με την υπέροχον φυσικήν καλλονήν των, τα άφθονα νερά, την εργατικότητα και το νομοταγές των κατοίκων των δύνανται εν συντόμω χρόνω ν’ αποβώσιν ωραιόταται υπό πάσαν έποψιν πόλεις, δυνάμεναι να προκαλέσωσι διά τας φυσικάς αυτών καλλονάς την προσοχήν των ξένων. (…)
Το κοινοτικόν σύστημα κατέδειξε πανταχού εν Τουρκία την ασύγκριτον υπεροχήν της ελληνικής φυλής απέναντι των ξένων. Παντού όθεν διήλθον Αστικαί Σχολαί, Παρθεναγωγεία, Ημιγυμνάσια ή Γυμνάσια, όλα συντηρούμενα υπό κοινοτήτων. Ένιαι τούτων ανήλθον εις ζηλευτήν ακμήν πλούτου, καταπληκτική δε είναι η ακμή, εις ην ανήλθεν η κοινότης Βερροίας. Το νομικόν πρόσωπον της κοινότητος Βερροίας κέκτηται 457 οικίας, φερούσας ετήσιον εισόδημα 1057 οθωμανικών λιρών, 27 κήπους με ετήσιον εισόδημα 27 ½ λιρών, 69 μαγαζιά με ετήσιον εισόδημα 516 λιρών, 6 χοιροτροφεία με ετήσιον εισόδημα 26 λιρών, 10 οικόπεδα με ετήσιον εισόδημα 9 1/4 λιρών, 1 μπαντανίαν (είδος συμπυκνωτηρίου μαλλίνων υψασμάτων, των ειδικώς εν Μακεδονία κατασκευαζομένων) με ετήσιον εισόδημα 34 λιρών, 2 τσιφλίκια με ετήσιον εισόδημα 122 λιρών, δύο χειμερινάς βοσκάς (κοιλάδες), της Ραχόβας, με ετήσιον εισόδημα 175 λιρών και του Ντοβρά με ετήσιον εισόδημα 138 λιρών.
Εν όλω η κοινότης Βερροίας έχει ετήσιον εισόδημα εκ της περιουσίας αυτής λιρών 2142. Και το εισόδημα τούτο ανεξαρτήτως του εισοδήματος των εκκλησιών και ιδίως του εισοδήματος του ναού του Αγ. Αντωνίου, όπερ αποτελεί μέρος της κοινοτικής περιουσίας και το οποίον ανέρχεται εις 2500 οθωμ. λιρών. Η κοινότης Νιαούσης διά του εισοδήματος αυτής επαρκεί εις τας ανάγκας των σχολείων της. Το αυτό δύναται να λεχθή περί των κοινοτήτων Εδέσσης και Φλωρίνης• αλλ’ η κοινότης Κοζάνης και άλλαι της Νοτίου Μακεδονίας ευρίσκονται εις ζηλευτήν ακμήν. Αλλ’ εκτός των εν αυταίς ευρισκομένων ακινήτων, πολλαί κοινότητες έχουσιν εισοδήματα και εκ κληροδοσιών κτημάτων ευρισκομένων εν Κων/πόλει και αλλαχού. Ούτως η κοινότης Βερροίας έχει εισόδημα ετήσιον λ. 100 εκ κληροδοτήματος του κ. Ρακτιβάν Βερροιώτου, πατρός του κ. επί της Δικαιοσύνης υπουργού, ακινήτου, ευρισκομένου εν Κων/πόλει. Μαρμάρινη προτομή του μεγαλομάρτυρος Μακεδόνος κοσμεί τον κήπον του μητροπολιτικού μεγάρου.

Παιδεία και κοινοτική κατάστασις

Η κοινωνική κατάστασις των μακεδονικών πόλεων παρουσιάζει όλας τας αρετάς, αλλά και όλα τα ελαττώματα της φυλής. Εις την Νιάουσαν επί παραδείγματι, την πόλιν των μεγάλων βιομηχάνων και των μεγαλεμπόρων, την ελληνικωτάτην Νιάουσαν, οι ‘Ελληνες είναι διηρημένοι εις δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, ο δε ηπιώτερος χαρακτηρισμός των αντιθέτων υπό εκατέρας των διαμαχομένων μερίδων είναι ο του προδότου. Είναι η αιωνία ιστορία της δουλευούσης φυλής. Ζώντες εις περιβάλλον τυραννίας, οργώντες εκ φύσεως προς πολιτικούς αγώνας και μη έχοντες πολιτικήν ατμόσφαιραν εντος της οποίας ν’ αναπτυχθώσιν αι φυσικαί αυτών τάσεις, καταφεύγουσιν εις την μικροπολιτικήν. Όπου υπάρχει δήμαρχος, όπως εις την Νιάουσαν, αυτός είναι ο στόχος εκάστοτε. Όπου υπάρχουν εφορείαι σχολείων αυταί είναι το αμόνι των αντιθέτων, όπου δεν υπάρχουν εφορείαι ο αγών συνάπτεται πεισματώδης, ζωηρός, αδιάλλακτος περί τον παπάν, τον διάκον, τον κανδηλάπτην. Εις την Βέρροιαν ο δεσπότης εκρίθη καινοτόμος• είναι ο πολύς Δεληκάνης. Φαναριώτης, όπως είχε δώση τον ορισμόν του Φαναριώτου ο Ραγκαβής• άνθρωπος στωμύλος, ευφυέστατος, ομιλών θαυμάσια διαφόρους ευρωπαϊκάς γλώσσας, αμέσως ευρέθησαν οι αντιδεσποτικοί. Είναι το μικρόβιον του μικροκομματισμού, ευρίσκον προσφορώτατον έδαφος καλλιεργείας υπό την δουλείαν και εν μέσω κοινωνιών μικρών, τώρα μόλις ευρισκομένων εν ζυμώσει. Ομολογώ, ότι ενιαχού, όπως εις την Νιάουσαν, την κατάστασιν εύρον πολύ δυσάρεστον. Ο μόνος τρόπος θεραπείας της καταστάσεως είναι ο προσανατολισμός των κοινοτήτων προς τους νέους ορίζοντας πολιτικής δράσεως, τους οποίους κατ’ ανάγκην θ’ ανοίξη εις αυτάς η ελληνική ελευθερία. Η κοινωνική ανάπτυξις, τα νέα στοιχεία τα οποία θα εισέλθουν, θ’ αλλοιώσουν συντόμως την κοινωνικήν ταύτην κατάστασιν και οι σήμερον τόσον σφοδρώς παλαίοντες κατ’ αλλήλων θα οικτείρωσιν αργότερον εαυτούς

2. Αφήγημα Ιωάννη Πηγασίου με τίτλο «Από τα παλαιά σύνορα μέχρι Θεσσαλονίκης.

(…) Αναχώρησις διά την Βέρροιαν και άφιξις εις αυτήν. Κατά την μίαν και τέταρτον ακριβώς, το τραίνον αναχωρεί από τα Βοδενά. (…) Το τραίνον προχωρεί και διασχίζει αυτήν την απέραντον πεδιάδα. Με όσην ταχύτητα όμως και αν τρέχη φαίνεται πάλιν ότι ελάχιστον δρόμον κόβει, διότι έμπροσθέν μας φαίνεται η αυτή απέραντος έκτασις. Προχωρούντες εφθάσαμεν εις τον σταθμόν Νιάουστας. Η κομψοτάτη πόλις διακρίνεται ολίγον μακράν του σταθμού. Ευθύτατοι δρόμοι δενδροφυτευμένοι δεξιά και αριστερά συγκοινωνούσι την πόλιν με τον σταθμόν.
Εδώ το τραίνον σταματά και εξερχόμεθα. Συναντώμεν μερικούς πολίτας από τους οποίους ζητούμεν διαφόρους πληροφορίας διά την πόλιν. Η Νιάουστα είναι ελληνικωτάτη πόλις. Υπήρξεν η φωλεά των αγωνιστών μας ανταρτών κατά τον Μακεδονικόν αγώνα. Και εν γένει όλη η περιοχή από Βοδενά μέχρι Νιάουστας και Γιαννιτσά υπήρξαν τα πεδία των διαφόρων μαχών ανταρτών Ελλήνων και Βουλγάρων. Είναι πλουσιωτάτη η πόλις, διότι όλη η πεδιάς της είναι εύφορος, οι δε κάτοικοι πολύ φιλοπρόοδοι και εργατικοί. Πόσον ευτυχή τώρα θα καταστώσιν αυτά τα μέρη ότε πλέον ευρίσκονται μέσα εις τας μητρικάς αγκάλας!
Αναχωρούμεν από τον σταθμόν Νιάουστας. Το τραίνον διασχίζει τώρα απεράντους πεδιάδας και διέρχεται ποταμούς. Νομίζει τις ότι όλα τα κτήματα είναι πλησίον πόλεως, διότι εις όλα παρατηρείται καλλιεργία και περιποίησις ως εις οικιακόν κήπον. Δεξιά και αριστερά βλέπομεν τους χωρικούς καταγινομένους εις τας εργασίας. Οι στρατιώται προβάλλοντες τας κεφαλάς των από τας θυρίδας χαιρετώσι με ανοικτήν καρδίαν τους εργαζομένους, αυτοί δε ανταπέδιδον τον χαιρετισμόν σείοντες το κάλυμμα της κεφαλής. Η ανοικτή εκείνη πεδιάς γεμίζει από τους ήχους των γλυκυτάτων κλέφτικων τραγουδιών τα οποία ετραγούδουν στρα τιώται. Μέσα εις τας πεδιάδας βλέπομεν μερικούς με φεσάκια και ανακατωμένα γένεια, οι οποίοι λυπημένοι και δειλά δειλά εκτελούσι τας εργασίας των, άλλοι δε μεταφέρουσι ξύλα εις τα πλησίον υπάρχοντα χωρία. Ούτοι ήσαν Τούρκοι. Είχον δίκαιον να λυπώνται σι δυστυχείς, διότι αυτήν την δουλειάν θα την έκαμνεν κάποιος γκιαούρ, αυτοί δε με όλον το ραχαάτ θα εκάθηντο εις τον μαλακόν καναπέν του καφφενείου, ροφώντες μακαρίως το τσιπούκκιν ή τον αργιλέν. Διαβολισμένα ευζωνάκια, δεν θα κόψητε ποτέ το κρίμα αυτών των καλομαθημένων πλασμάτων• τους εκόψετε πλέον το κισμεέτ. Όπως δήποτε, ας παρηγορώνται οι αρχόμενοί μας εφέντηδες, ότι δεν θα ανταποδώσωμεν τα ίσα εις αυτούς. Σιγά σιγά θα μάθωσι να κάμνωσι τας εργασίας των.
Ενώ προχωρούμεν, αίφνης προβάλλει έμπροσθέν μας και δεξιά ολίγον, ένας άλλος παράδεισος, μία άλλη μαγεία. Υψηλόταται λεύκαι και κυπάρισσοι υπερέχουσι των άλλων πυκνοτάτων δένδρων. Μιναρέδες δε υψηλοί τείνουσι να φθάσωσι το ύψος των υπερηφάνων αυτών υψηλών δένδρων, Εν τω μέσω δε των δένδρων διακρίνονται αι οικίαι αι οποίαι αρχίζουσαι από ένα ύψωμα, καταλήγουσι κάτω εις την πεδιάδα. Η προ των ομμάτων μας εμφανισθείσα αύτη πόλις ήτο η Βέρροια. Πάλιν η φαντασία μου συλλαμβάνει την ιδέαν ότι πορευόμεθα μέσα εις την επαρχίαν μου. Και δεν είχον άδικον. Παρομοία είναι η τοποθεσία και καλλονή με τον Καραβάν με την διαφοράν ότι η Βέρροια είναι πολύ μεγαλειτέρα και ότι έχει πλήθος μιναρέδων, ενώ ο Καραβάς ουδένα, επειδή ουδέ τέταρτον Τούρκου υπάρχει εις αυτόν. Όσο πλησιάζομεν, τόσο καλλίτερα απεκαλύπτετο η καλλονή της μακεδονικής αυτής πόλεως• δεξιά δε και αριστερά της γραμμής διακρίνονται ωραίοι κήποι.
Ακριβώς κατά τας τέσσαρας και τέταρτον το τραίνον σταματά εις τον σταθμόν Βερροίας. Αμέσως γίνεται έφοδος των πωλητών διαφόρων καρπών. Πορτοκάλλια, μανταρίνια, ρόδια, σταφύλια, σταφίδες, χαλβάς, κάστανα και αφθονία άλλων καρπών παρουσιάζονται υπό των μικροσκοπικών πωλητών, οι οποίοι δεν είχον πράγματι και μεγάλας απαιτήσεις. Έκαστος εξ ημών ηγόρασεν ένα είδος, διότι τη αληθεία όλα έγιναν επιθυμητά, επειδή ουδένα σχεδόν καρπόν εγεύθημεν επί τόσον καιρόν. Και ημείς ηυχαριστήθημεν και οι πωληταί. Εδώ παρουσιάζεται και ένας ανέλπιστος διαβολευμένος πωλητής. Συναντώμεν εδώ και τους λούστρους Αθηνών οι οποίοι επώλουν εφημερίδας αθηναϊκάς. “Σκριπ”, “Εμπρός”, “Πατρίς”…
«Εφημερίδες των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης». Ήσαν αι διαπεραστικαί φωναί των αόκνων και αεικινήτων αυτών βιοπαλαιστών των Αθηνών. Μόλις ένοιωσαν οι άοκνοι λούστροι, ότι η ελευθερία των Αθηνών εξηπλώθη και εις αυτά τα μέρη, αμέσως έτρεξαν να πωλήσωσι τας αθηναϊκάς εφημερίδας εδώ, όπου άλλοτε όχι μόνον απηγορεύοντο, αλλά και αν ανεκαλύπτετο έστω και μία, τότε αλλοίμονον εις τον κάτοχον. Τότε έπρεπε να προσφέρη ολόκληρον την περιουσίαν του ως παξίσιν διά να σωθή, ή αν δεν είχε θα εβρώμα εις τας φυλακάς. Τώρα όμως επέρασεν η τυραννική εκείνη εποχή και τα λουστράκια έκοψαν τόσον δρόμον διά να πωλήσωσι εις τους ελευθερωθέντας αδελφούς μας τον άλλοτε απηγορευμένον αυτόν πνευματικόν καρπόν.
Επειδή επρόκειτο να σταματήση το τραίνον αρκετήν ώραν ως εκ τούτου εξήλθομεν. Όντως ο σταθμός Βερροίας είναι ένα λαμπρότατον κτίριον με ωραίον προαύλιον και κήπον. Όλα ήσαν γεμάτα από αξιωματικούς, οι οποίοι ήσαν γελαστοί και χαρούμενοι. Επήγαινον, ήρχοντο, με ένα λεβέντικον παράστημα συνομιλούντες αναμεταξύ των, ή με τους πολίτας, μεταξύ των οποίων διεκρίνοντο και Τούρκοι. Με όσους συνωμιλήσαμεν μας εβεβαίωσαν ότι οι Τούρκοι είναι ανεπτυγμένοι άνθρωποι και ότι δεν έδειξαν την λύπην των διά την κατάληψιν της πόλεως υπό των Ελλήνων. Εδήλωσαν ευχαρίστως υποταγήν και εφάνησαν πιστοί εις τας δηλώσεις των. Ομολογουμένως πολλούς επαίνους ηκούσαμεν διά τους Τούρκους Βερροίας. Ως και προηγουμένως είπον, η τοποθεσία της Βερροίας είναι πολύ ωραία. Η πόλις ως και τα πέριξ είναι κατάφυτα. Επίσης διαρρέεται από αφθονίαν υδάτων, τα οποία αρδεύουσι την απέραντον πεδιάδα της Βερροίας. Η τοποθεσία της, η καλλονή της είναι παρόμοια με τον Καραβάν με την διαφοράν, ότι δεν έχει πλησίον την θάλασσαν η Βέρροια.
Παρά την Βέρροιαν διακρίνονται πλείστα χωρία, προ πάντων κάτω εις την πεδιάδα, Πάντα ταύτα κατοικούνται υπό Ελλήνων ως επληροφορήθημεν, ελαχίστων δε Τούρκων και Ρουμάνων.
Κατά τας πληροφορίας μας επίσης, η Βέρροια κατοικείται υπό 8 χιλιάδων Ελλήνων και 5 άλλων χιλιάδων από Τούρκους, Εβραίους, Ρωμούνους και ελαχίστους Βουλγάρους. Οι Έλληνες είναι λίαν φιλοπρόοδοι και εργατικοί άνθρωποι. Με όλα τα βάσανα και τους περιορισμούς κατώρθωσαν να έχωσι την παιδείαν λίαν υψηλά διατηρούντες πλην των άλλων σχολείων και Γυμνάσιον.
Αφάνταστος ο ενθουσιασμός και η χαρά των κατοίκων. Έπαθαν οι άνθρωποι ούτοι ως ελευθερωθέντα πουλιά από τον κλωβόν. Μικροί, μεγάλοι πετώντες από χαράν πηγαίνουσι και έρχονται διηγούμενοι ακαταπαύστως εις τους ερωτώντας τα της καταλήψεως της Βερροίας. Εάν δεν εγνωρίζομεν τι συνέβαινε, θα ενομίζομεν ότι κάποιαν μεγάλην πανήγυριν έχουσιν αυτά τα πλάσματα. Και είναι δυνατόν εις την ζωήν του ο άνθρωπος να αξιωθή μεγαλειτέρας πανηγύρεις από μίαν τοιαύτην εθνικήν αναγέννησιν;
Αναχώρησις εκ Βερροίας
Εις τας τέσσαρας και ημίσειαν το τραίνον αναχωρεί εκ Βερροίας, αφού αφήκε μερικούς ταξειδιώτας και παρέλαβεν άλλους νέους. Προχωρεί μετά ταχύτητος και διασχίζει τας καταφύτους πεδιάδας, αι οποίαι εξετυλίσσοντο προ των ομμάτων μας δίκην ταινίας κινηματογράφου. (…)

3. Επιστολή του εθελοντή Ιωάννη Τσαγκαρίδη προς τον πατέρα του, Χριστοφή Τσαγγαρίδη, στη Λάπηθο

Ήδη ευρισκόμεθα εις Βέρροιαν, απέχουσαν της Θεσσαλονίκης 11 ώρας. Εκ των υψωμάτων της Κοζάνης επεχείρησαν οι Τούρκοι ν’ αντιστώσιν, ρίψα ντες και μερικους κανονιοβολισμους ανευ ουδενος αποτελεσματος Αλλα μόλις επλησίασεν ο στρατός μας ετράπησαν εις άτακτον φυγήν κατευθυνόμενοι εις Βέρροιαν. (…) Την πρωίαν ανεχωρήσαμεν διά Βέρροιαν, απέχουσαν της Κοζάνης 16 ώρας. Ώρα = 5 χιλμ.
Οδός ανηφορική και ελικοειδής. Προς στιγμήν ενεθυμήθην την οδόν του Κύκκου διότι έτσι είναι κι’ αυτή. Αλλά δεν παραβάλλεται. Φύσις αγριωτέρα, βουνά υψηλότερα και οδός κατεστραμμένη. Καθ’ οδόν όλο τουρκικά χωριά. Άλλα εγκαταλελειμμένα άλλα με λευκάς σημαίας. Ενδειξις υποταγής. Το βράδυ εμείναμε εις το χωρίον Ουσκιπλέρ. Εύρομεν 5 – 6 Τούρκους χωρικούς οίτινες έσπευσαν να μας περιποιηθούν με απειρίαν τεμεννάδων. Βρήκαμε χόρτο, κριθάρι και καλαμπόκι άφθονο. Ο Διάδοχος κ.λ.π. εκοιμήθησαν εις το σπίτι του Χότζα.
Το πρωί ανεχωρήσαμεν διά Βέρροιαν ένθα εφθάσαμεν περί την 3ην μ.μ. Πόλις καλή. Σαν την Λευκωσία σχεδόν εάν εξαιρέση τις τους δρόμους της Λευκωσίας. Εν ολίγοις πόλις τουρκική. ‘Εχει 16 χιλ. κατοίκους εξ ων 7 χιλ. Έλληνες. Οι λοιποί Τούρκοι και Εβραίοι. Υποδοχή κάπως ψυχρά. Βλέπετε πλεονάζουν οι Τούρκοι και φοβούνται οι Έλληνες μήπως επανέλθουν υπό τον τουρκικόν ζυγόν και τιμωρηθώσι διά την εκδήλωσιν των αισθημάτων των. Εν τούτοις είναι άξιοι πάσης μομφής. Διότι ημείς θυσιαζόμεθα γι’ αυτούς και ώφειλον να μας περιποιηθούν περισσότερον.

Μοιράσου το άρθρο:

Social Circle

X