Ο θεσμός των θεμάτων στο Βυζάντιο και το θέμα Βεροίας

Μετά την κάθοδο των Σλάβων στο βορειοελλαδικό χώρο και τις εγκαταστάσεις πολλών από αυτούς σε πολλές επαρχίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η ένταξη των σκλαβηνιών στα πλαίσια της βυζαντινής διοίκησης συντελέσθηκε με τη δημιουργία θεμάτων στο μακεδονικό χώρο. Αυτή η εξέλιξη σηματοδότησε την απόλυτη διοικητική αφομοίωση των σλαβικών οικισμών και πληθυσμών. Ο θεμελιώδης θεσμός των θεμάτων συνδέθηκε με την αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης, τη συγκρότηση εθνικού στρατού και την εξέλιξή του σε πολιτικό παράγοντα ιδιάζουσας βαρύτητας, στον οποίο κατέφυγε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-641). (Μοσχόπουλος 2004, σ. 104-116 και 179-180)
Αρχικά «θέμα» σήμαινε τα υπαγόμενα σε στρατιωτικό σώμα κτήματα, ακολούθως δήλωνε το στρατιωτικό σώμα και τέλος εννοούσε την περιοχή, στην οποία αυτό το στρατιωτικό σώμα έδρευε. ΄Ετσι, δημιουργήθηκαν εκτεταμένες διοικήσεις στην κάθε μία από τις οποίες τέθηκε επικεφαλής αξιωματούχος, που συγκέντρωνε στα χέρια του την πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Παράλληλα θεμελιώθηκε η στρατολογία του πληθυσμού με βάση την καλλιέργεια της γης. Με τη μεταβολή συνδέεται η δημιουργία ειδικής υπηρεσίας, που ο προϊστάμενός της, «λογοθέτης του στρατιωτικού», μνημονεύεται για πρώτη φορά το 626. Τα συγκροτούμενα στρατιωτικά σώματα κλήθηκαν «θέματα» και προσδιορίστηκαν από τον τόπο προέλευσης των υπηρετούντων σ’ αυτά στρατιωτών και όχι από τον συνήθη τόπο στάθμευσής τους. Η ταύτιση της στρατιωτικής υπηρεσίας με τη δημοσιονομική υποχρέωση προσέδωσε εξαρχής στα θέματα και γεωγραφική σημασία. Ο επικεφαλής του θέματος ονομάσθηκε στρατηγός (δούκας).
Τα θέματα δεν ήταν απλώς και μόνο συνένωση της πολιτικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο, αλλά και προπαντός παραχώρηση κρατικών γαιών σε στρατιώτες με αντιπαροχή τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες προς το κράτος. (Λέων Στ΄ , τ..Α, σ. 24 – Χριστοφιλοπούλου 1998, σ. 284-285, 294-295 – Θεοχαρίδης 1980, σ. 207 – Talbot Rice 1986, σ. 141 επ.).
Η συγκρότηση του θεματικού στρατού, λοιπόν, συνδέεται με τη δημιουργία στρατιωτικών κτημάτων. Σε αντίθεση προς τους κατ’ επάγγελμα στρατιώτες των ταγμάτων, ο θεματικός στρατός συγκροτείται από την τοπική κατά θέμα στρατολογία των χωρικών υπό την ευθύνη του στρατηγού. Οι πιο εύποροι εξοπλίζονταν με δικές τους δαπάνες και συντηρούσαν ανά ένα πολεμικό ίππο. Την οικονομική βάση συνιστά ιδιόκτητη γη υπό τη μορφή στρατιωτικών κτημάτων, επακριβώς καταχωρημένων σε ειδικούς καταλόγους του λογοθεσίου του στρατιωτικού. (Λέων Στ΄, τ. Α, σ. 52 – Χριστοφιλοπούλου 1998, σ. 300)

Φωτ. /. Βυζαντινοί στρατιώτες του πεζικού (Talbot Rice 1986, σ. 137)

Δηλαδή, για να κάνει ελκυστική την επάνδρωση του θεματικού στρατού, η βυζαντινή διοίκηση υποσχόταν σε κάθε στρατιώτη, που θα πήγαινε να υπηρετήσει εκεί, ότι θα του παραχωρήσει ένα στρατιωτικό κλήρο, τον οποίο ο στρατιώτης θα μπορούσε να τον θεωρεί ιδιοκτησία του και να τον καλλιεργεί για λογαριασμό του. Μπορούσε, ακόμη, ο στρατιώτης να νυμφευθεί και να ζήσει, σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, σαν ένας στρατιωτικός μικροκτηματίας. Είχε, όμως, την υποχρέωση, όταν τον καλούσαν, να παρουσιασθεί με πλήρη εξοπλισμό και εφοδιασμό, για να υπερασπισθεί τον τόπο εναντίον κάποιου επιδρομέα. Παράλληλα, οι στρατολογούμενοι με το σύστημα αυτό επωμίζονταν και διάφορα άλλα καθήκοντα, όπως να ελέγχουν δρόμους, περάσματα, να εποπτεύουν με τη σειρά τους πάνω σε πύργους, παρατηρητήρια κ.ά. Ο κληρούχος στρατιώτης του θέματος είχε δικαίωμα να μεταβιβάσει τον κλήρο στον πρωτότοκο γιο του, με τον όρο ότι εκείνος θα αναλάμβανε τα ίδια στρατιωτικά καθήκοντα, που είχε κι ο πατέρας του. Οι κληρούχοι στρατιώτες είχαν, επίσης, το δικαίωμα να χρησιμοποιούν υπηρέτες και να αποκτούν δούλους, για να βοηθούνται στα πιο βαριά έργα τους. Κάθε μία από τις στρατιωτικοποιημένες περιοχές έπαιρνε το όνομα της στρατιωτικής μονάδας, που στρατοπέδευε εκεί. (Talbot Rice 1986, σ. 141-143).
Αυτή η συνήθεια έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του αριθμού των ελεύθερων γεωργών στην περιοχή μας και δημιούργησε έτσι μία κληρονομική τάξη στρατιωτών – μικροϊδιοκτητών. (Runsiman 1983, σ. 233). Πάντως εθεωρείτο σαν ο πλέον έντιμος τρόπος πλουτισμού και κοινωνικής ανόδου, το να είναι κανείς στρατιωτικός και να ανταμειφθεί με δωρεά κτημάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο, μάλιστα, είχε αρχίσει η ευημερία πολλών βυζαντινών οικογενειών (Runsiman 1983, σ. 220, 221).
Ο J. F. Haldon θεωρεί ότι οι αρχές δημιουργίας των στρατιωτικών κτημάτων πρέπει να αναζητηθούν στη μόνιμη εγκατάσταση των στρατιών του αυτοκρατορικού στρατού, από το 650 και εξής, στις περιοχές, τις οποίες έπρεπε να προασπίζουν και ότι εξελίχθηκαν βαθμιαία ως απάντηση στις τοπικές ανάγκες και περιστάσεις και, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, ως αποτέλεσμα μιας αρχής κληρονομικών στρατιωτικών υποχρεώσεων, που προϋπήρχε. ΄Ετσι, οι μόνιμοι στρατιώτες, με την πάροδο των χρόνων, άρχισαν να γίνονται γαιοκτήμονες στην περιοχή, που φρουρούσαν. (Haldon 1979, σ. 74, 79 – Γρηγορίου – Ιωαννίδου 1985, σ. 42 επ.).
Τα στρατιωτικά κτήματα υπέκειντο σε ιδιαίτερο καθεστώς. Ήταν αναπαλλοτρίωτα και μεταβιβάζονταν με τα αντίστοιχα βάρη μόνο κληρονομικά και παρέμεναν στον οίκο, τον οποίο βάρυνε η υποχρέωση της στρατείας. Η κατάταξη του μαχητή και η καταγραφή της αντίστοιχης γης του οίκου στους στρατιωτικούς κώδικες συνιστούσαν την οικονομικο – στρατιωτική βάση της στρατείας. Οι στρατευόμενοι ελάμβαναν δωρεές, μέρος των λαφύρων και «ρόγαν», δηλαδή μισθό. (Χριστοφιλοπούλου 1998, σ. 300-301 – Εκλογή ΙΣΤ΄ 4).
Οπωσδήποτε η περιοχή της Καμπανίας (πεδινή Ημαθία) ήταν πρόσφορος τόπος για την ανάπτυξη στρατιωτικών κτημάτων. Με την εδώ εγκατάσταση και συγκέντρωση οικισμών στρατιωτών, η βυζαντινή διοίκηση πετύχαινε την πύκνωση του πληθυσμού της περιοχής, την εντατική εκμετάλλευση κάθε σημείου του κάμπου, την αποκατάσταση στρατιωτών και την εξασφάλιση της άμυνας της πλούσιας πεδιάδας. Οι εδώ εγκατεστημένοι στρατιώτες έπρεπε να προσφέρουν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες σε περίπτωση επιδρομών, προστάτευαν τον κάμπο, που ήταν ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας της Μακεδονίας, φρόντιζαν να διατηρείται ανοικτή η επικοινωνία δια της οδού Θεσσαλονίκης – Βέροιας και επιστρατεύονταν, όταν διατάσσονταν, για την προσφορά στρατιωτικών υπηρεσιών, οπουδήποτε χρειαζόταν.
Στην εδώ ευρεία εγκατάσταση και γεωργική αποκατάσταση στρατιωτών συνηγορεί και το γεγονός ότι, μέχρι το 10ο αιώνα, τον κύριο όγκο του (βυζαντινού) στρατού των Ρωμαίων αποτελούσε το ιππικό. Ως εκ τούτου ήταν απαραίτητη η οργάνωση των κέντρων συγκέντρωσης και εκπαίδευσης του ιππικού. (Χριστοφιλοπούλου 1998, σ. 299) Η πεδιάδα της Καμπανίας ήταν ιδανικός τόπος για την ανάπτυξη και συντήρηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων ιππικού, όπως ήταν τα περίφημα αλλάγια. (Λέων Στ΄, τ. Α, σ. 294 και τ. Β, σ. 353, 383). Είναι βέβαιο, λοιπόν, ότι η πεδιάδα της Καμπανίας αποτελούσε προσφιλή χώρο στρατωνισμού διαφόρων τμημάτων του βυζαντινού στρατού. Τα στρατόπεδά τους τότε προστατεύονταν από βαθειά τάφρο, (Λεων Στ΄, τ. Α, σ. 192, 195, 199, 211, 293 και τ. Β, 11, 79, 99) συνήθεια, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, σαν τρόπος προστασίας των ρουμλουκιώτικων σπιτιών. [Κάθε σπίτι περιβαλλόταν από τάφρο (τράφο το προφέρουν) με το χώμα δε από το σκάψιμό της ανασήκωναν περιμετρικό χωμάτινο τείχος, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν αγκαθωτά κλαδιά, ώστε να προστατεύονται από τις πλημμύρες και τους κλέφτες, να περιορίζουν τα ζώα τους και να ορίζουν το βιος τους].

Φωτ. /. Βυζαντινός ιππέας (Talbot Rice 1986, σ. 139)

Στην περιοχή μας, εξάλλου, υπήρχε αρχέγονη παράδοση στην εγκατάσταση στρατιωτών και, μάλιστα, ιππέων. ΄Ετσι, μετά την εγκατάσταση των Μακεδόνων εταίρων, οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν εδώ βετεράνους, ενώ η αναφορά της παράλληλης ιδιότητας των Βέττιων, ως ακούραστων γεωργών και έθνος πολεμιστών, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι αυτός ο κάμπος χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες από την εκάστοτε κεντρική εξουσία για τη γεωργική αποκατάσταση στρατιωτών. Την ίδια τακτική, προφανώς, συνέχισε και η βυζαντινή διοίκηση.
Η ύπαρξη χωριών, που ανήκαν σε στρατιώτες, επιβεβαιώνεται σε έγγραφο του 1338, στο οποίο μνημονεύεται το βυζαντινό χωριό της Καμπανίας, η “Κριτζίστα”, που αναφέρεται και ως “… τα δίκαια των στρατιωτών, ήγουν του χωρίου της Κριτζίστας…” ή “…το χωρίον των στρατιωτών, ήγουν την Κριτζίσταν…”. Το χωριό αυτό βρισκόταν στην περιοχή Αλεξάνδρειας – Πλατέος και, προφανώς, δημιουργήθηκε σε χρόνο προηγούμενο της χρονολογίας του εγγράφου αυτού. (Θεοχαρίδης 1962, σ. 35)
Μπορεί κανείς κατ’ επέκταση να θεωρήσει ότι η εγκατάσταση στρατιωτών στο κέντρο της πεδιάδας, στη θέση όπου το 14ο αιώνα συναντάμε την Κριτζίστα, πρέπει να συσχετίσθηκε και με την παράλληλη αναγκαιότητα της φύλαξης της ενδιάμεσης διάβασης του ποταμού Αλιάκμονα σε γεφυρωμένο πέρασμά του, στη σημερινή θέση του οικισμού Νησελίου. Η προς βορράν της θέσης του οικισμού κοίτη του ποταμού, που σχεδόν την περιέβαλλε και την προστάτευε από την επίθεση των συνήθως από βορρά ερχόμενων επιδρομέων, σε συνδυασμό με τη χωμάτινη έξαρση (με υψομετρική διαφορά 4-5 μέτρων από την υπόλοιπη κεντρική πεδιάδα), που την προστάτευε από τις συνήθεις πλημμύρες του ποταμού (κατά τις οποίες εξείχε σαν νησάκι, γι’ αυτό και ονομάστηκε «Νησέλιον»), πρέπει να εξασφάλιζε τη δυνατότητα διατήρησης ενός οχυρωμένου με ξύλινο τείχος στρατοπέδου. Σ’ αυτή την τοποθεσία μπορούσε να αντιταχθεί κάποια στοιχειώδης άμυνα, προκειμένου να υπάρξει ο αναγκαίος χρόνος για την ανακοπή της προέλασης των επιδρομέων και την ενημέρωση των καλλιεργητών της υπόλοιπης πεδιάδας, ώστε να προλάβουν να κρυφθούν στα κάστρα και στα λοιπά κρησφύγετά τους. Φαίνεται μάλλον αδύνατο, να μην είχε αξιοποιηθεί οικιστικά και στρατιωτικά η χωμάτινη έξαρση του Νησελίου.
Πάντως, η παραμονή πλήθους στρατού στην περιοχή, σε περιόδους κακής εσοδείας, δημιουργούσε προβλήματα εφοδιασμού και επισιτισμού, τα οποία βάρυναν με τη σειρά τους τούς εντόπιους, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να διατρέφουν το βυζαντινό στράτευμα και να υφίστανται όλες τις κακές συνέπειες των απείθαρχων στρατιωτών. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι εντόπιοι καλλιεργητές αισθάνονταν την παρουσία των στρατευμάτων των Ρωμαίων χειρότερη από εχθρική επιδρομή. (Καραγιαννόπουλος 1993, σ. 207 – Θεοφάνης, 500.26 «και ήν βαρβαρικής εφόδου βαρυτέρα η των ομοφύλων πληθύς, απορουμένων εις τας αναγκαίας χρείας και αρπαγαίς και επιβάσεσι λυμαινομένων τους εγχωρίους» – Λέων Στ΄, τ. Α. σ. 155, 161, 197 και τ. Β σ. 73, 75-79).
Πιθανώς, πριν το 824 και, οπωσδήποτε στα 836, μαρτυρείται από τον συγγραφέα του βίου της Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, κληρικό Γρηγόριο, η ύπαρξη θέματος Θεσσαλονίκης, στο οποίο ανήκε και η περιοχή μας, ενώ η Βέροια αναφέρεται ως κάστρο υπό τη μεγαλόπολη της Θεσσαλονίκης. (Θεοχαρίδης 1980, σ. 222 – Κυριακίδης 1939 ΙΙ – V, 405/6 – Lemerle 1945, σ. 129, έκδ. Kurz 1902, σ. 43 «… Νεάνις δε τις εκ Βεροίας, του υπό την ημετέραν μεγαλόπολιν τελούντος ορμωμένη κάστρου …»).
Το θέμα της Θεσσαλονίκης αντικατέστησε τη “διοίκηση” Μακεδονίας, της επαρχότητας του ανατολικού Ιλλυρικού και η ίδρυσή του συντελεί στην πλήρη αποκατάσταση του Βυζαντινού συγκεντρωτικού διοικητικού συστήματος, που είχε παραλύσει λόγω των σλαβικών επιδρομών. Είναι βέβαιο πως τα θέματα δημιουργούνταν ως αντιστάθμισμα απέναντι σε κάποιον συγκεκριμένο κίνδυνο, που απειλούσε την περιοχή, οπότε και το θέμα της Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκε προκειμένου να καλύπτει στρατιωτικά, όχι μόνο την ίδια την πόλη, αλλά και τις γειτονικές σκλαβηνίες. Πάντως, είναι βέβαιο ότι σύμφωνα με τις βυζαντινές συνήθειες στον θεματικό στρατό χρησιμοποιήθηκαν και νομιμόφρονες Σλάβοι. (Θεοχαρίδης 1980, σ. 207, 213-223 – Χριστοφιλοπούλου 1982, σ. 257 – 259 – Runsiman 1983, σ. 99-101).
Κατά τους ερευνητές οι κάτοχοι και καλλιεργητές εδάφους διαιρούνταν σε «στρατιωτικούς» και «πολιτικούς οίκους», που αντιστοιχούν στη διαίρεση των βυζαντινών υπηκόων σε στρατιώτες και αστράτευτους πολίτες. Η H. Ahrweiler παρατηρεί ότι η οικογένεια κάτοχος μιας στρατιωτικής γης ονομάζεται «στρατιωτικός οίκος» (=παραγωγική μονάδα στρατιωτών βλ. Χριστοφιλοπούλου 2001, σ. 262) , σε αντίθεση με τον «πολιτικόν οίκον». Ο στρατιωτικός οίκος σήμαινε ότι τα μέλη μιας εύπορης οικογένειας, ως κύριοι έγγειων ιδιοκτησιών, σχημάτιζαν μια κοινότητα κτημάτων και ήταν κάτοχοι γης εγγεγραμμένης σε καταλόγους, που τα έσοδά της κάλυπταν τα έξοδα ενός μαχητή, καταρχήν μέλους αυτής της οικογένειας. Δηλαδή, ο στρατιωτικός οίκος πρόσφερε το στρατιώτη, που επωμιζόταν το βάρος του πολεμικού κινδύνου και κάλυπτε τα έξοδά του. Η κατάταξη του μαχητή (στρατευόμενου – στρατιώτη) συνεπαγόταν και καταγραφή σε καταλόγους όλων ή μέρους των γαιών του «οίκου» του, που γίνεται έτσι «στρατιωτικός» και τότε χαίρει ενός ειδικού καθεστώτος: υφίσταται τα βάρη της υπηρεσίας ενός μαχητή και λαμβάνει, σε αντιστάθμισμα αυτών των οικονομικών καταναγκασμών, διάφορες φορολογικές απαλλαγές: είναι «οίκος ελεύθερος», «εξκουσσάτος». (Γρηγορίου – Ιωαννίδου 1989, σ. 26 – Ahrweiler 1971, σ. 12)
Μέχρι τα χρόνια του Λέοντος ΣΤ΄ το έργο της στρατολογήσεως νεοσύλλεκτων το διενεργούσαν οι χαρτουλάριοι των θεμάτων, οι οποίοι επέλεγαν στρατιώτες από ολόκληρο το θέμα, ούτε πολύ νέους ούτε πολύ γέρους, αλλά γενναίους, δυνατούς, υγιείς, εύπορους. Οι χωρικοί, που απάρτιζαν τους στρατιωτικούς οίκους, ανήκαν στην ευπορότερη και κοινωνικά ανώτερη τάξη από εκείνη των χωρικών, που αποτελούσαν τους πολιτικούς οίκους. Οι πρώτοι, κατά το χρόνο που απασχολούνταν στο στράτευμα, έπρεπε να έχουν στους δικούς τους οίκους άλλους, που να ασχολούνται με τη γεωργία, ώστε να μπορούν να τους παρέχουν τα απαραίτητα για το στρατιωτικό εξοπλισμό τους. Σε αντιστάθμισμα της υποχρέωσής τους για στράτευση είχαν ορισμένα δημοσιονομικά προνόμια, χαρακτηριζόταν δε, όπως και οι οίκοι τους, «ελεύθεροι», απαλλάσσονταν, δηλαδή, από αγγαρείες και από άλλες επιβαρύνσεις του δημοσίου, υποχρεούμενοι μόνο στην καταβολή του εγγείου φόρου και του αερικού. (Χριστοφιλοπούλου 1998, σ. 300 – Λέων ΣΤ ΄, 696-700 α΄ (διάταξις Δ΄1) : «έδει έχειν εν τοις ιδίοις οίκοις ετέρους τους γεωργούντας και τα προς απαρτισμόν εξόπλισιν του στρατιώτου χορηγείν δυναμένους, δηλονότι ελευθέρους τούς οίκους έχοντας των άλλων πασών του δημοσίου δουλειών», Λέων Στ΄, τ. Α΄ 53).
Το ρωμαϊκό (βυζαντινό) στρατό στο μεγαλύτερο διάστημα της μέσης περιόδου αποτελούσαν σώματα, που συγκροτούνταν κατά θέματα από τους Ρωμαίους (βυζαντινούς) πολίτες και μονάδες από μόνιμους επαγγελματίες στρατιώτες, υπηκόους της αυτοκρατορίας, τα οποία ονομάζονταν τάγματα. Ο συνδυασμός ιδιόκτητης γης, φορολογικών απαλλαγών και στρατιωτικής υπηρεσίας συνιστούν τον ιδιόμορφο θεσμό του θεματικού στρατού. Τα στρατιωτικά κτήματα αποτελούσαν τη βάση της στρατείας, υποχρέωση που είχε να εκπληρώσει απέναντι στο κράτος ο κύριος του κτήματος (στρατιώτης), σύμφωνα με ορισμένους όρους και κανόνες. Οι στρατιωτικοί κλήροι (στρατιοτόπια – χωρία στρατιωτών) ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα στον στρατιώτη, αλλά υπόκειντο σε στρατιωτική ή οικονομική δουλεία, που δεν βάραινε προσωπικά τον κύριο της γης, αλλά την ίδια τη γη, γι’ αυτό και οι υποχρεώσεις μεταβιβάζονταν. (Χριστοφιλοπούλου 1997, σ. 330-331).
Το τεχνικό περιεχόμενο του όρου «στρατιωτικόν κτήμα» καθοριζόταν μέσα στα νομοθετικά κείμενα του 10ου αιώνα, ως το μέρος της έγγειας περιουσίας των στρατιωτών, το αναγκαίο για την κάλυψη των δαπανών εξαρτύσεως και εξοπλισμού ενός στρατιώτη, που εγγραφόταν στους στρατιωτικούς καταλόγους και κηρυσσόταν αναπαλλοτρίωτο. (Γρηγορίου – Ιωαννίδου 1989, σ. 31).
Η Μ. Γρηγορίου – Ιωαννίδου υποστηρίζει ότι μέχρι τον 9ο αιώνα δεν υπάρχει σύνδεση της στρατολόγησης με την κατοχή «στρατιωτικού κτήματος», διότι προφανώς τέτοια κτήματα δεν υπήρχαν ακόμη τότε. ΄Ομως οι στρατευόμενοι έπαιρναν σιτηρέσια, ενώ οι νέοι λάβαιναν μία προστρατιωτική εκπαίδευση. Επίσης, υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην στρατολογία μόνιμων στρατιωτών, που θα επάνδρωναν το μόνιμο στρατιωτικό πυρήνα των θεμάτων, από τη στρατολογία της μάζας, που προοριζόταν για κατώτερα καθήκοντα. (Γρηγορίου – Ιωαννίδου 1989, σ. 13-15 – Μοναχός, ΙΙ. 736. 17-18 και αυτ. 737. 7 κ.ε. – Λέων ΣΤ ΄, 696-700 α΄ : «… έχειν εν τοις ιδίοις οίκοις ετέρους τους γεωργούντας, και τα προς απαρτισμόν εξόπλισιν του στρατιώτου χορηγείν δυναμένους …» – Χωνιάτης 208.16 κ.ε.).
Η ίδια υποστηρίζει ότι τα «στρατιωτικά κτήματα» δεν ήταν γαίες, που παραχωρήθηκαν μια δεδομένη στιγμή από συγκεκριμένο αυτοκράτορα, αλλά αποτέλεσαν τη σε μια ορισμένη χρονική περίοδο θεσμοποίηση κτημάτων ή γαιών, που ανήκαν στους στρατιώτες. Τα «στρατιωτικά κτήματα» δεν προήλθαν από γαίες, που παρείχε το κράτος έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας. Προέκυψαν από τις γαίες, που αποκτούσαν με τους μισθούς τους ή άλλες αποδοχές τους οι βετεράνοι και οι ενεργοί στρατιώτες, οι οποίοι τις μεταβίβαζαν με την υποχρέωση ή το δικαίωμα στρατιωτικής υπηρεσίας στους κληρονόμους τους. Ο λόγος δημιουργίας των «στρατιωτικών κτημάτων» είναι καθαρά κοινωνικός. Οι αυτοκράτορες θέλησαν να βάλουν φραγμό στην αρπακτική διάθεση των δυνατών, που απειλούσε να εξοντώσει τους μικροκαλλιεργητές, είτε πολίτες είτε στρατιώτες. Το κράτος προστάτεψε όχι μόνο τους πολίτες, αλλά και τους στρατιώτες του. (Γρηγορίου – Ιωαννίδου 1989, σ. 31 επ., 53, 54).
Ο ιδιοκτήτης στρατιωτικού κτήματος (στρατιώτης) είχε υποχρέωση για παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας και το κτήμα αποτελούσε απλώς την υλική υποστήριξη της στρατιωτικής υποχρέωσης, η οποία συνοδευόταν και από πληθώρα ελκυστικών φορολογικών απαλλαγών και προνομίων. (Γρηγορίου – Ιωαννίδου 1989, σ. 63, 76).
Η οργάνωση του θεματικού στρατού δεν υπέστη σπουδαίες μεταβολές, όσο καιρό ο διοικητικός μηχανισμός των θεμάτων διατηρήθηκε αναλλοίωτος. Η διάσπαση όμως, που έπληξε την επαρχιακή διοικητική διάρθρωση, η προοδευτική υποβάθμιση της στρατιωτικής ηγεσίας του θέματος έναντι των πολιτικών αρχών, οι οικονομικο-κοινωνικές εξελίξεις στην αγροτική οικονομία και η προσπάθεια των δυνατών να οικειοποιηθούν τα στρατιωτικά κτήματα από το 10ο αιώνα και εξής, είχαν αντίκτυπο στην στρατολόγηση των ανδρών. (Χριστοφιλοπούλου 1997, σ. 331).
Επίσης, τότε εφαρμόστηκε ο «απαργυρισμός» (εξαγορά) της στρατολογικής υποχρέωσης. ΄Οταν η εκπλήρωση της στρατιωτικής υποχρέωσης καθίστατο ανέφικτη, η στρατεία μεταβαλλόταν σε δημοσιονομική παροχή. Η μείωση των εισοδημάτων των στρατιωτικών οίκων θα έχει έκτοτε βαριές επιπτώσεις στη βυζαντινή οικονομία, στα δημόσια οικονομικά και στο στρατό. (Χριστοφιλοπούλου 1998, σ. 301 – Καραγιαννόπουλος 1993, σ. 196 – Λέων Στ΄, τ. Β σ. 303).
Οι νέες συνθήκες, όπως η συγκρότηση βαριά εξοπλισμένων τμημάτων ιππικού, κατέστησαν επιτακτική την ανάπτυξη επαγγελματικού στρατού και μείωσαν την αξία του ανεκπαίδευτου στη νέα τεχνική και τακτική θεματικού στρατού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παράλληλη τάση για μείωση και τελικά αργότερα τη διάλυση του θεματικού στρατού, που είχε τη βάση του στα στρατιωτικά κτήματα και την ενίσχυση του ταγματικού στρατού με εκούσια στρατολογία του εγχώριου πληθυσμού. Τα τάγματα, που συγκροτήθηκαν μ’ αυτόν τον τρόπο, αποκαλούνταν ρωμαϊκά τάγματα, προς διάκριση από τα ξένα μισθοφορικά τάγματα. (Χριστοφιλοπούλου 1997, σ. 332).
΄Ετσι, φαίνεται ότι τα χρόνια αυτά ο βυζαντινός στρατός συγκροτούνταν: α) από τις ταγματικές επαγγελματικές μονάδες, τις αρτιότερες στρατιωτικά, β) από το στρατό που στρατολογούνταν στα θέματα με βάση τους στρατιωτικούς κλήρους, αξιόμαχο επίσης, που υπέκειτο σε ετήσια περιοδική εκγύμναση και γ) από τον έξω από τους στρατιωτικούς οίκους υποκείμενο σε στράτευση πληθυσμό, στα πλησιόχωρα θέματα με την περιοχή, που κινδύνευε, αγύμναστο και ανάσκητο, που γι’ αυτό είχε τη δυνατότητα να ανταλλάξει τη στράτευση με οικονομική παροχή. (Χριστοφιλοπούλου 1997, σ. 340).
Ταυτόχρονα, για να τεθεί κάποιος φραγμός στο φαινόμενο των στάσεων των ισχυρών στρατηγών των θεμάτων, οι αυτοκράτορες αυτής της εποχής επιχείρησαν τον μερισμό των μεγάλης εκτάσεως θεμάτων. Η νέα στρατιωτική ρύθμιση είχε αντίκτυπο στην όλη λειτουργία του θεματικού στρατού. Ελέγχονταν έτσι η κατάσταση στην επαρχία, έγινε δυσχερής η απόκρυψη ειδήσεων και καλλιεργήθηκε αίσθημα ανεξαρτησίας και υπευθυνότητας στους ανώτερους πολιτικούς αξιωματούχους, χωρίς να θίγεται η στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας. Η υποβάθμιση του θεματικού παράγοντα στη συγκρότηση του στρατεύματος, η αποδυνάμωση του θεματικού στρατηγού με την επέκταση από τις τελευταίες δεκαετίες του 10ου αιώνα του θεσμού των δουκών – κατεπάνω και σε μη μεθοριακές περιφέρειες, επηρέασαν και το πολιτικό σκέλος των αρμοδιοτήτων του θεματικού στρατηγού. (Χριστοφιλοπούλου 1997, σ. 301 επ., 309, 310 – Καραγιαννόπουλος 1982, σ. 318).
Aπό την εποχή αυτή έχουμε σημαντικές πληροφορίες για γενική αναδιάρθρωση στη Μακεδονία. ΄Ετσι, το τακτικό του Escurial, που χρονολογείται ανάμεσα στα έτη 971-975, αναφέρει τον τίτλο του δούκα Θεσσαλονίκης, αλλά και στρατηγούς Θεσσαλονίκης, Βεροίας, Δρουγουβιτίας, Έδεσσας κλπ. Η ύπαρξη θέσεων στρατηγών δεν σημαίνει και την ύπαρξη ομώνυμου θέματος, αλλά τον περιορισμό της δύναμης των μεγάλων στρατιωτικών θεμάτων και των διοικητών τους και επομένως τον περιορισμό του κινδύνου στάσεων των στρατηγών. Συνακόλουθο της τάσης αυτής ήταν τελικά η ενίσχυση του βαθμού του δούκα με παράλληλη εξασθένιση του βαθμού του στρατηγού και η εμφάνιση του βαθμού του “κατεπάνω”. (Καραγιαννόπουλος 1982, σ. 318). Παράλληλα προς τις μεγάλες θεματικές διοικητικές ενότητες υπήρχαν και άλλες μικρότερες ανάλογης φύσης, που φέρονται ως «κατεπανίκια». Ο επικεφαλής τους, «κατεπάνω», ήταν ο διοικητής της περιοχής και ασκούσε στρατιωτική και πολιτική εξουσία στην περιοχή.
Στον κατάλογο, που καταρτίσθηκε από τον Ν. Οικονομίδη με βάση τα Τακτικά του 10ου αιώνα και ακολούθως μέχρι τον 12ο αιώνα από τη Μάρθα Γρηγορίου – Ιωαννίδου, περιλαμβάνεται ανάμεσα στα μικρά θέματα και αυτό της Βέροιας, ως εξής: «… ο (στρατηγός) Βεροίας’ ο Αξιός χωρίζει το θέμα τούτο από της Θεσσαλονίκης’ η Βέροια κατελήφθη από τους Βουλγάρους πριν από το 986 ή 989 και ανεκτήθη το 1000’ … ο στρατηγός Δρουγουβιτείας’ Β. Θεσσαλονίκης γειτονικά στο θέμα Στρυμόνος’ … » (Οikonomides 1972, σ. 348-354 κατάλογος μέχρι το 944, σ.354-363 κατάλογος με βάση το τακτικό Escorial. (971-975) – Γρηγορίου – Ιωαννίδου 1985, σ. 55 – 89 – Χριστοφιλοπούλου 1997, σ. 306 – 313 – Χιονίδης 1970, σ. 78).
Κατά την άποψη του Στ. Κυριακίδη, που δέχεται και ο Δ. Ζακυθηνός, ο Βασίλειος Β’, μετά το τέλος του ρωμαιοβουλγαρικού πολέμου, ανέδειξε την περιοχή της Βέροιας σε ιδιαίτερη διοικητική μονάδα (θέμα), που τα όριά της υπολογίζονταν μέχρι τον Αξιό, οπότε συμπεριλάμβανε και την περιοχή της Καμπανίας (Ας σημειωθεί ότι το Ρουμλούκι στην ευρύτερή του έννοια περιλάμβανε και τα χωριά μέχρι τον Αξιό, ενώ στη στενή του έννοια φτάνει μέχρι το Λουδία). Με τις ρυθμίσεις του και η επισκοπή της Βέροιας αποσπάσθηκε από την αρχιεπισκοπή της Θεσσαλονίκης και υπήχθη το 1020 στην αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. (Κυριακίδης 1939, σ. 417-422 – Zακυθηνός 1941, σ. 237-238 και Zακυθηνός 1951, σ. 208 – Χιονίδης 1970, σ. 23 – Θεοχαρίδης 1980, σ. 272-277, 302-304, 309, 366-367 – Καραγιαννόπουλος 1993, σ. 473 – Παπαζώτος 1994, σ. 38, 50, 56).
Μνημονεύουμε με έμφαση αυτή τη νέα συνοριακή διεύρυνση των χωριών της Βέροιας, λόγω ακριβώς των διευρυμένων αυτών ορίων, γιατί διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, σαν (ανατολικά) όρια δικαιοδοσίας της επισκοπής Καμπανίας, αποτελούν και τα σημερινά ανατολικά όρια της Μητρόπολης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, ενώ αρκετοί εντάσσουν στα ευρύτερα όρια του Ρουμλουκιού και την περιοχή των ελληνόφωνων χωριών μεταξύ Λουδία και Αξιού, Θερμαϊκού κόλπου και οδού Βεροίας – Θεσ/νίκης.
Την εποχή αυτή, παρατηρήθηκε μία νέα μεταβολή της διοικητικής οργάνωσης του μακεδονικού χώρου. Σύμφωνα με πρακτικό της Μονής Ιβήρων του 1042 εμφανίζεται μία δικαστική και οικονομική ενότητα, που περιλάμβανε τις περιοχές Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης, η οποία φαίνεται ότι διατηρήθηκε και τον επόμενο αιώνα. (Καραγιαννόπουλος 1982, σ. 318, 320).
Στην περιφερειακή διοίκηση παρατηρήθηκε εξαφάνιση του θεματικού θεσμού. Ο θεσμός των θεμάτων, που η ουσία του ήταν η συνένωση των εξουσιών, έπαυσε να υφίσταται από τη στιγμή που είχε εκλείψει το σχήμα: θέμα = στρατιωτικό σώμα – γεωγραφική περιφέρεια – διοικητική ενότητα υπό έναν στρατηγό. Το «θέμα» από τα μέσα του 11ου αιώνα δήλωνε πια είτε τη γεωγραφική περιφέρεια ενός πρώην στρατιωτικο-διοικητικού μορφώματος, είτε μια δικαστική-οικονομική περιφέρεια υπό έναν κριτή, είτε τέλος μια μικρή φορολογική ενότητα. (Καραγιαννόπουλος 1990, σ. 87 – Χιονίδης 1970, σ. 23).
Την επιδρομή των Πετσενέγων θεωρεί η Μ. Γρηγορίου – Ιωαννίδου ως μία από τις αιτίες για την καταστροφή των στρατιωτικών κτημάτων, διότι αυτή κατέληξε στην καταστροφή και ερήμωση της υπαίθρου, συντέλεσε στην οικονομική παρακμή των γεωργών (είτε ήσαν πολίτες είτε στρατιώτες), διότι ανάγκαζαν τους στρατιώτες – γεωργούς να εγκαταλείπουν τα κτήματά τους, να διασκορπίζονται και να κρύβονται στα κρησφύγετά τους. ΄Ετσι προέκυψε ως προσφορότερη η λύση των μισθοφόρων ντόπιων ή ξένων, οι οποίοι στρατολογούνταν και χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τις υπάρχουσες ανάγκες. Κατ’ ανάγκη τα στρατιωτικά κτήματα γίνονταν ολιγάριθμα και η έγγεια ιδιοκτησία κάθε στρατιώτη, η οποία εξακολουθούσε να υφίσταται, χρησίμευε απλώς ως τοποθέτηση χρημάτων, που δεν συνδεόταν όμως με κανένα θεσμικό μέτρο, ούτε και με το σκοπό κάλυψης των στρατιωτικών δαπανών από τα έσοδά της, εφόσον πλέον αυτός που εκαλείτο ως στρατιώτης έπαιρνε το μισθό του (ρόγα) και ασφαλώς τον οπλισμό του από το κράτος. (Γρηγορίου – Ιωαννίδου 1989, σ. 92, 93).
Σε αγιολογικό κείμενο του έτους 1149 (στο οποίο περιγράφεται μία συνάντηση του Μανουήλ στο χωριό Δοβροχουβίστα, σημερινή Δοβρά της Βέροιας) συναντούμε την επιβεβαιωτική πληροφορία για την ύπαρξη του θέματος Βέροιας. (Παπαζώτος 1994, σ. 38)
Όμως το 1198 έχουμε το χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου, στο οποίο (προκειμένου να εξασφαλίσει διπλωματικά ερείσματα στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας για το παραπαίον βυζαντινό κράτος) απαριθμούνται οι περιοχές, στις οποίες παρέχονταν προνόμια στους Βενετούς. Ανάμεσα στις άλλες μνημονεύονται και οι περιοχές: 1) Βολερού – Στρυμόνος – Θεσσαλονίκης, 2) Βεροίας με το κατεπανίκιο Κίτρους (το οποίο συμπεριελάμβανε), … κλπ. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο χρυσόβουλο αυτό, που έχει συνταχθεί στη λατινική, δε γίνεται λόγος για θέματα, αλλά για επαρχίες (provinciae). Χαρακτηριστικό εξ άλλου είναι ότι τα θέματα είχαν μεταβληθεί σε περιοχές οικονομικής αρμοδιότητας. Στη μεταβολή αυτή συνέτεινε και το γεγονός ότι οι φορολογικές περιφέρειες ήταν προσαρμοσμένες προς τις θεματικές. Κάθε θέμα αποτελούσε και οικονομική διοίκηση, που επικεφαλής της ήταν ο διοικητής, ενώ ήδη από τον 11ο αιώνα ο διοικητής αντικαταστάθηκε από τον πράκτορα. Ο πράκτορας όμως δεν ήταν τακτικός δημόσιος υπάλληλος, αλλά μισθωτής του φόρου μιας περιοχής, στον οποίο μεταβιβάζονταν οι αρμοδιότητες του φορολογικού υπαλλήλου για το χρόνο της μίσθωσης του φόρου. Για το λόγο αυτό γίνονταν μεγάλες καταχρήσεις και υπερβολές σε βάρος των φορολογουμένων (Καραγιαννόπουλος 1982, σ. 320 – Καραγιαννόπουλος 1990, σ. 337-338).
Με βάση, λοιπόν, τις μέχρι την εποχή αυτή υπάρχουσες πληροφορίες τα όρια του θέματος Βεροίας στο τέλος του 12ου αιώνα είχαν διαμορφωθεί ως εξής: ανατολικά ο Αξιός αποτελούσε φυσικό όριο με το θέμα Θεσσαλονίκης, βόρεια οι νότιες πλαγιές του Πάικου αποτελούσαν το όριο με το θέμα των Μογλενών, το όρος Βέρμιο ήταν το δυτικό του όριο και η περιοχή της βόρειας Πιερίας το νότιο όριο του θέματος. (Παπαζώτος 1994, σ. 52).

Χάρτης / . Το Θέμα Βεροίας (Θεοχαρίδης 1980, σ. 300 – Κυριακίδης 1939)

Ο Δημήτριος Χωματιανός ρητά αναφέρει το θέμα Βεροίας και μερικούς διοικητές (δούκες) του, όπως τον Ιωάννη Πλυτό (1222), το Θεόδωρο Βεστάρχη και το Βασίλειο Τζαμά (ανάμεσα στα έτη 1225-1230). (Χωματιανός, ΛΘ΄ , στ. 171: «Το μέγα το από του θέματος Βερροίας …» άριθ. ΚΕ΄, ΚΣ΄, ΞΑ΄)
Μετά τη Φραγκική κατάκτηση το θεματικό σύστημα έχασε τελείως το στρατιωτικό του χαρακτήρα. Ο όρος «θέμα» σήμαινε πλέον περιοχές με αρμοδιότητα οικονομική και περιλάμβανε άλλοτε μικρές και άγνωστες περιοχές και άλλοτε σύνολο μεγάλων γνωστών περιοχών. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με τα κατεπανάτα (ή κατεπανίκια). Τη διοίκηση ασκούσαν πλέον οι επικεφαλής των πόλεων, κάστρων ή περιοχών, αι κεφαλαί ή κεφαλατικεύοντες, όπως τους έλεγαν, οι οποίοι συγκέντρωναν στα χέρια τους όλες τις εξουσίες της περιοχής τους. Πρόκειται για σημαντική διοικητική μεταρρύθμιση, κατά την οποία ο όρος «κατεπανίκιο», που μέχρι τότε δήλωνε το μεγάλο θέμα, που υπέκειτο σε «κατεπάνω», δηλαδή σε διοικητικό άρχοντα ερχόμενο στην ιεραρχική κλίμακα αμέσως μετά το «δούκα» (δούκας – κατεπάνω – στρατηγός), εμφανίζεται πλέον στα βυζαντινά έγγραφα με τη σημασία του «βάνδου», μιας από τις μικρότερες, δηλαδή, διοικητικές υποδιαιρέσεις του θέματος. Ο δε «κατεπάνω» εξέπεσε σε ισοδύναμο του κόμητος ή τοποτηρητή, απλού βάνδου. Είχε τεθεί στην ιεραρχία όχι μόνο μετά το στρατηγό, αλλά μερικές φορές και μετά τους πράκτορες ακόμη. Πάντως η περιοχή της Καμπανίας εξακολουθούσε να ανήκει στο δυτικά του Αξιού θέμα της Βέροιας, ενώ τότε εμφανίσθηκε το κατεπανίκιο του Κίτρους. (Θεοχαρίδης 1954, σ. 1, 2 – Χριστοφιλοπούλου 1998, σ. 301).
Τέλος, κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη στα χρόνια του Ανδρονίκου Γ’ (1328-1341) η Βέροια αποτέλεσε ξεχωριστό θέμα με την ΄Εδεσσα. (Χιονίδης 1970, σ. 38-39 – Θεοχαρίδης 1980, σ. 383).

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ
Δικηγόρος – Ερευνητής της Ιστορίας και Λαογραφίας του Ρουμλουκιού
Τ. Γεωργούλη 24 – 593.00 Αλεξάνδρεια Ημαθίας
2333025005, 6977336818 mosio@otenet.gr

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ

Γρηγορίου–Ιωαννίδου 1985: Μάρθα Γρηγορίου – Ιωαννίδου, Παρακμή και πτώση του θεματικού θεσμού, Θεσσαλονίκη 1985.
Εκλογή: Εκλογή των νόμων παρά Λέοντος και Κωνσταντίνου, έκδ. L. Burgmann, Ecloga, Frankfurt / Μ. 1983.
Ζακυθηνός 1941: Δ. Ζακυθηνός, Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει, ΕΕΒΣ 17 (1941), σ. 208-274
Ζακυθηνός 1951: Δ. Ζακυθηνός, Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει, ΕΕΒΣ 21 (1951), σ. 179-209.
Θεοφάνης: Θεοφάνης ο Ομολογητής (Χρονογραφία, 284-813), έκδ. C. de Boor, Τheophanis Chronographia, I-II, Leipzig 1883-1885, ανατύπωσις Hildesheim 1963, έκδ. Βόννης, τ. Ι-ΙΙ, 1839,1841.
Θεοχαρίδης 1954: Γ. Θεοχαρίδης, Τα κατεπανίκια της Μακεδονίας, Μακεδονικά, Παράρτημα 1, έκδοση Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1954.
Θεοχαρίδης 1962: Γ. Θεοχαρίδης, Μία διαθήκη και μία δίκη βυζαντινή, ανέκδοτα βατοπεδινά έγγραφα του ΙΔ΄ αιώνος περί της Μονής Προδρόμου Βεροίας, Μακεδονικά, Παράρτημα 2, (έκδοση Ε.Μ.Σ.) Θεσσαλονίκη 1962.
Θεοχαρίδης 1980: Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354), Μακεδονική βιβλιοθήκη τ. 55, Θεσσαλονίκη 1980.
Καραγιαννόπουλος 1982: Ι. Καραγιαννόπουλος, Aπό το 1204 έως την άλωση της θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, Μακεδονία 4.000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, (Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.) Αθήνα 1982, σ. 318-332.
Καραγιαννόπουλος 1990: Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία βυζαντινού κράτους, τ. Γ΄, (έκδ. Βάνιας) Θεσ/νίκη 1990.
Καραγιαννόπουλος 1993: Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία βυζαντινού κράτους, τ. Β΄, (έκδ. Βάνιας) Θεσσαλονίκη 1993.
Κυριακίδης 1939: Στίλπωνος Κυριακίδη, Βυζαντιναί Μελέται ΙΙ-V, Θεσσαλονίκη 1936-1939 (Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γ΄ τεύχος Γ΄, Θεσσαλονίκη 1939). ΙV: Το Βολερόν, 291-359 – Διοικητική Ιστορία του Θέματος Βολερού – Στρυμόνος – Θεσσαλονίκης, 359-486.
Λέων Στ΄: Λέοντος Στ΄, Τα πολέμοις τακτικά, PG 107, στ. 672-1120 – Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, Τακτικά, μετάφραση Κ. Ποταμιάνος, (έκδ. Ελεύθερη Σκέψις) Αθήνα 2001, τόμοι 2.
Μοναχός: Γεωργίου Μοναχού, Χρονικόν σύντομον, έκδ. C. de Boor, Georgii Monachi Chronikon, τ. 1-2, Leipzig 1904. Ed. Corr.P.Wirth, Stuttgart 1978.
Μοσχόπουλος 1985: Ιωάννης Μοσχόπουλος, Ρουμλούκι, Ιστορία και Τοπογραφία, τεύχος 1ο, Αρχαίοι χρόνοι, (έκδ. University Studio Press) Θεσσαλονίκη 1985.
Μοσχόπουλος 1989: Ιωάννης Μοσχόπουλος, Ρουμλουκιώτικα σημειώματα 1980-1988, τόμος 1ος, (έκδ. University Studio Press) Θεσσαλονίκη 1989.
Μοσχόπουλος 1996: Ιωάννης Μοσχόπουλος, Ρουμλουκιώτικα σημειώματα 1989-1995, τόμος 2oς, ( έκδ. University Studio Press) Θεσσαλονίκη 1996.
Μοσχόπουλος 2004: Ιωάννης Μοσχόπουλος, H Kαμπανία (Ρουμλούκι) στα Βυζαντινά χρόνια, τόμος Β΄, ( έκδ. University Studio Press) Θεσσαλονίκη 2004.
Παπαζώτος 1994: Θανάσης Παπαζώτος, Η Βέροια και οι ναοί της (11ος -18ος αι.), (έκδ. Τ.Α.Π..Α.) Αθήνα 1994.
Χιονίδης 1970: Γ. Χιονίδης, Ιστορία της Βέροιας, τ. 2ος, Βυζαντινοί χρόνοι, Θεσσαλονίκη 1970.
Χριστοφιλοπούλου 1982: Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Από τον 6ο ως τον 9ο αι., Μακεδονία 4.000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, (εκδοτική Αθηνών Α.Ε.), Αθήνα 1982, σ. 250-263.
Χριστοφιλοπούλου 1997: Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τόμος Β΄2, (έκδ. Βάνιας) Θεσσαλονίκη 1997.
Χριστοφιλοπούλου 1998: Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τόμος Β΄ 1, (έκδ. Βάνιας) Θεσσαλονίκη 1998.
Χριστοφιλοπούλου 2001: Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τόμος Γ΄ 1, (έκδ. Βάνιας) Θεσσαλονίκη 2001.
Χωματιανός: Δ. Χωματιανού, J.B.Pitra Analecta sacra et classica specilegio Solesmensi parata, VI, Παρίσι –Ρώμη 1891.
Χωνιάτης: Νικήτα Χωνιάτη, (Χρονική διήγησις 1118-1206): έκδ. I. Bekker εις Bonner Corpus, Bonn 1835. Και Migne, P.Gr., 139, 320 –1057.

Ahrweiler 1971: Η. Ahrweiler, Recherches sur l’ administration de l’ empire byzantine au IX-XI siecles, BCH 84 (1960) 1-109 (Ανατ. Η. Ahrweiler, Etudes sur les structures et sociales de Byzance, Variorum Reprints, London 1971, VIII).
Haldon 1979: J. F. Haldon, Recruitment and Conscription in the Byzantine Army c. 550-950. A Study on the Origins of the Stratiotika ktemata, Wien 1979.
Lemerle 1945: Lemerle Paul, Philippes et la Macedoine Orientale a l’ epoque chretienne et byzantine, Paris 1945 – (έκδ. Kurz) Πετρούπολις 1902.
Οikonomides 1972: Ν. Οikonomides, Les Listes de preseance byzantines des IΧe et Xe siecles, Paris 1972.
Runciman 1983: St. Runciman, Βυζαντινός Πολιτισμός, (έκδ. “Γαλαξίας”) Αθήνα 1983.
Talbot Rice 1986: Tamara Talbot Rice, Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, μετάφρ. Φ.Κ.Βώρου, 3η (έκδ. Δ.Παπαδήμας) Αθήνα 1986.

Μοιράσου το άρθρο:

Social Circle

X