Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ στα Πιέρια, κατά το έτος 1806

Πορφυρίου Αρχιμανδρίτου,

Εξαιρετικός φιλέλληνας ο γάλλος επιτετραμμένος στη Θεσσαλονίκη, ο μάλλον γνωστός Φραγκίσκος Πουκεβίλ, κατέγραφε ό,τι συναντούσε στα περίφημα ταξίδια του στην οθωμανοκρατούμενη Ελλάδα, λίγο πριν και κατά την εξέγερση του 1821. Στη δική του πέννα χρωστούμε την καταγραφή του Μαρτυρίου του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου, που καταγόταν από το Τζούρχλι Γρεβενών και μαρτύρησε στα Ιωάννινα, καθώς και του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρος Δημητρίου του εν Αγίᾳ Μαρίνῃ (=Σαμαρίνα). Των αυταδέλφων παιδιών από την Πάτρα, των Αγίων Νεομαρτύρων από την εξέγερση στη δική μας Νάουσα και πολλών ακόμα.
Εδώ τώρα παρουσιάζουμε ένα ταξιδιωτικό κείμενο του σπουδαίου εκείνου ανθρώπου των Γραμμάτων, του φιλέλληνα και φιλορθόδοξου ρωμαιοκαθολικού γάλλου πολιτικού.
Η αναφορά στα χωριά των Πιερίων, που σήμερα ανήκουν στο Νομό Ημαθίας και στη Μητρόπολη Βερροίας και Ναούσης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού είναι σπάνια έως ανύπαρκτα τα κείμενα περιηγητών για τα ξεχασμένα ακόμα και σήμερα χωριά μας και μας συγκινεί.

Παρουσιάζοντας, ελαφρώς γλωσσικά διορθωμένο, αυτό το ταξιδιωτικό κείμενο του Πουκεβίλ, σχολιάζουμε μόνο τα πρώτα στοιχεία, που αναφέρει, γιατί η λεπτομερής ανάλυση απαιτεί ειδική δημοσίευση. Το κείμενο παρουσιάζεται από πρόσφατη έκδοση του εκδοτικού οίκου Αφών Κυριακίδη της Θεσσαλονίκης, σε μετάφραση Γιάννη Τσάρα.
Η αναφορά μας βρίσκεται στις σελίδες 87 έως 89 από το «Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία» του Φραγκίσκου Πουκεβίλ, κατά τη χρονική περίοδο της Ανοίξεως του έτους 1806.
Ένα δρασκέλι από τα όρια με τη Δυτική Μακεδονία κάνει ο Πουκεβίλ και βρίσκεται στα Πιέρια. Πρώτο χωριό που συναντάει, ο Δράσκος. Πρόκειται, φυσικά, για το σημερινό μας Δάσκιο και είναι άξια απορίας η ευκολία, με την οποία τα ονόματα των χωριών μας άλλαξαν κατά τη δεκαετία του 1920, επειδή ακούγονταν ξενόφερτα. Δεν υπολογίσθηκε η ηλικία αυτών των ονομάτων ούτε καν η γραμματική ρίζα τους και οι ποικίλες φθογγολογικές προφορικές ή και γραπτές μεταβολές των γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου. Και έτσι, ενώ ήταν πολύ εύκολη η αναγνώριση των αρχαίων ριζών στα ονόματα, η αλλαγή τους δεν θυμίζει πλέον τίποτα από το παρελθόν.
Ντράτσικο, πιθανώς και ο Πουκεβίλ να άκουσε το όνομα του τελευταίου χωριού στα δικά μας Πιέρια, αλλά το μετέτρεψε πολύ φυσιολογικά σε Δράσκο. Ο Δράσκος, λοιπόν, έλαβε το όνομά του, στο έργο του Πουκεβίλ, με μία απλή φθογγολογική μεταβολή του Ντ στο αντίστοιχο Δ. Και έτσι, τόσο απλά, το Ντράτσικο έγινε από το γάλλο σοφό Δράσκος. Όνομα καθαρά ελληνικό, που φανερώνει ακριβώς τη θέση του χωριού στο δρασκέλισμα, στο πέρασμα, δηλαδή, με ένα μόνο δρασκέλι, από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Η λεύγα ως μέτρο μήκους ισοδυναμεί με 4,444 χιλιόμετρα, ενώ η οικογένεια, αυτά τα χρόνια, μετρά 8 με 10 μέλη.

« …. Πέντε λεύγες στα Β του Βελβεντού είναι ο Δράσκος, ένα χωριό με εξήντα ελληνικές οικογένειες. Και δύο λεύγες στα Β του είναι η Κόκοβα, μία κωμόπολη με εκατόν πενήντα σπίτια. Μισή λεύγα κάτω από το χωριό αυτό, που υπάγεται στη Βέροια, είναι το Μοναστήρι του Προδρόμου, του Ορφέα του Χριστιανισμού, που η φωνή του διαλάλησε τον ερχομό του Μεσσία. Το κτίριο αυτό το έχτισε στα 1100 ο Διονύσιος, ένας άγιος, νέος στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έχτισε ένα εξωκκλήσι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία στην πιο ψηλή κορυφή του Ολύμπου. Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται στη μέση ενός δάσους από πουρνάρια, από μυρτιές, από δάφνες και από παλιούρια, που στεφανώνουν το ρέμα του Αλιάκμονα. Έχει εκατόν εβδομήντα κελιά, πολλά αρχονταρίκια και μία εκκλησία, που την υπηρετούν εκατό μοναχοί. Στην περιουσία του Μοναστηριού τους πρόσθεσαν πολλά μετόχια, αμπέλια και κτήματα, που τα ονομάζουν Αγρούς. Άσυλο καταξιωμένο από τη χριστιανική φιλανθρωπία, δέχονται σε αυτό κάθε ξένο δωρεάν, είτε στρατοκόπος είναι και ζητάει ψωμί και βοήθεια είτε ταξιδεύει καβάλα. Το αρχονταρίκι σμίγει φτωχό και πλούσιο και δίνει σε όλους τα απαραίτητα, για να συνεχίσουν το δρόμο τους.
»Στο μοναστήρι αυτό φυλάγουν τη διαθήκη του ιδρυτή, που περιέχει εξόν από τον Κανονισμό του Μοναστηριού, την ιστορία των ταξιδιών του, τον Κατάλογο των Αδελφάτων ή των θρησκευτικών περιουσιών, που πρέπει να στέλνουν δοσίματα στο μοναστήρι. Σύμφωνα με αυτήν τη διαθήκη, οι καλόγηροι του Προδρόμου δέχονται από κάθε σπίτι του Βελβεντού μία οκά λινάρι σε νήμα και διάφορα άλλα αγαθά. …
»Κατά το στόμα του ποταμιού αυτού, που κυλάει το ρέμα του προς τα Α και τα Α-ΒΑ, για να χυθεί στο Θερμαϊκό κόλπο, θα έπρεπε να σημαδέψει κανείς την περιοχή με τα ερείπια του Δίου. Από εδώ θα μπορούσε, ανεβαίνοντας είκοσι στάδια ή δυόμισι μίλια στον Όλυμπο, να ψάξει για το μέρος, όπου έστησαν την αναθηματική στήλη, που απάνου της ήτανε μια νεκρική υδρία. Η υδρία αυτή είχε μέσα της, όπως λένε, τις στάχτες του Ορφέα και τον τάφο του Ευρυπίδη, που οι ψυχές τους αναπαύονται στη σιωπηλή Πιερία. Έχω λυπηθεί, ωστόσο, που δε μπόρεσα να κάμω αυτές τις εξερευνήσεις, που σημάδια τους, βέβαια, πιθανόν να με είχαν διευκολύνει. Θα είχα, ίσως, ξεθάψει από το λησμονημένο αυτό κομμάτι της Μακεδονίας το στάδιον, όπου, όπως στην Πελοπόννησο, οι Μακεδόνες έκαμναν αθλητικούς Ολυμπιακούς αγώνες που τους καθιέρωσε ο Αρχέλαος. Οι αγώνες αυτοί, χωρίς άλλο, συγκέντρωναν στη γωνιά αυτή του κόσμου τρόπαια, βραβεία, μνημεία, αγάλματα και αντικείμενα, που ήτανε τόσο πολύτιμα να τα βρει κανείς, μια κι ήταν ολότελα άγνωστα στους σοφούς.
»Τα Σέρβια, ίσως, πρέπει να τα θεωρήσουμε ως το φυσικό σύνορο ανάμεσα στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία και όχι το ρέμα του Αλιάκμονα, όπως το είχαν ορίσει οι αρχαίοι σαν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυο αυτές περιοχές. Πρέπει να κατεβεί κανείς από εκεί μιάμιση λεύγα, για να φτάσει στα στενά του Σαραντάπορου.
»Ο δρόμος αυτός, που άλλοτε ήταν πολυσύχναστος, στάθηκε ο ίδιος, από όπου ο Πομπήιος, αφού προσπέρασε τα βουνά τα Κανταβιανά, διέσχισε την Ελίμεια, πέρασε το Βενέτικο και μπήκε στη Θεσσαλία, για να διεκδικήσει από τον Καίσαρα τα απομεινάρια της ετοιμοθάνατης Ελευθερίας της Ρώμης. Ο Σαραντάπορος, που είναι ίσως ο Τιταρήσιος (Ξεριάς), ποτίζει την επικίνδυνη αυτήν χαράδρα, τρέχοντας ανάμεσα από τα δάση, που σκεπάζουν το ρέμα των αφρισμένων του νερών, για ένα διάστημα δυο λεύγες. Αφού περάσει κανείς το ποτάμι αυτό, που κάμνει έναν μαίανδρο στα νότια, κατεβαίνει στον κάμπο και μέσα σε τέσσερις ώρες φτάνει στην Ελασσόνα. …».


 

Μοιράσου το άρθρο:

Social Circle

X