Η απελευθέρωση της Βέροιας

Μέσα από τις ενθυμήσεις της Θάλειας Φλώρα – Καραβία

Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το βιβλίο της Θάλειας Φλωρά-Καραβία «Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913, Μακεδονία – Ήπειρος. Αθήναι, 1936. Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1871 και αποφοίτησε από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης το 1888. Εργάστηκε και σπούδασε στο Μόναχο για μια τριετία κοντά στους ζωγράφους Ν. Γύζη και Γ. Ιακωβίδη. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και σ’ όλη τη μακρόχρονη πορεία της πραγματοποίησε μεγάλο αριθμό ταξιδιών και εκθέσεων στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλά κέντρα του Ελληνισμού της Ευρώπης και της Αμερικής. Το 1907 παντρεύτηκε τον εκδότη της αλεξανδρινής εφημερίδας «Εφημερίς», Ν. Καραβία και έζησε για 30 περίπου χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Το 1940 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1960. Στη διάρκεια της μακρόχρονης καλλιτεχνικής της πορείας παρήγαγε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό έργων (περίπου 2.500, από τα οποία τα 500 είναι προσωπογραφίες). Παράλληλα με την καλλιτεχνική της δραστηριότητα ανέπτυξε και πλούσια εθνική δράση στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, της Μικρασιατικής Εκστρατείας και του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου το 1912-13, ακολούθησε τον ελληνικό στρατό και το βιβλίο της «Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913, Μακεδονία – Ήπειρος» γράφτηκε από τις σημειώσεις, που κρατούσε και εικονογραφήθηκε με έργα, που ζωγράφισε, το διάστημα που ακολουθούσε το ελληνικό στράτευμα.
Αφορμή για το άρθρο αυτό στάθηκε δημοσίευμα στη βεροιώτικη εφημερίδα «Φρουρός» του 1977. Ο συντάκτης του άρθρου (υπογράφει με τα αρχικά Ι.Α.) ΘΑΛΕΙΑ ΦΛΩΡΑ ΚΑΡΑΒΙΑ, που δημοσιεύτηκε σε τρείς συνέχειες στα φύλλα 1113-1115 (Μάιος-Ιούνιος 1977), αναφέρει σύντομα βιογραφικά στοιχεία για τη Θάλεια Φλωρά-Καραβία, λεπτομέρειες για το καλλιτεχνικό μνημόσυνο προς τιμή της ζωγράφου, που έγινε από το Λύκειο Ελληνίδων της Θεσσαλονίκης στις 12/5/1960 και τα σχετικά με τη Βέροια αποσπάσματα από το βιβλίο της «Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913, Μακεδονία – Ήπειρος».
Στην αντιγραφή του κειμένου διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του πρωτοτύπου.


«Η κόρη της Βερροίας»

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΕΡΡΟΙΑΝ (30 Νοεμβρίου 1912)

Μετά τρίωρο σιδηροδρομικό ταξεῖδι, ἒφθασα στή Βέρροια συνοδευομένη ἀπό τόν ἰατρόν κ. Δρόσον τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ τῆς Αλεξανδρείας. Ἀλλ’ ὁ Ἐρυθρός Σταυρός αὐθημερόν ἒφευγεν ἀπ’ ἐκεῖ διά Θεσσαλονίκην, ὁπόθεν θά διευθύνετο στήν Ἢπειρο. Εἰς τόν σταθμόν συναντῶ γνωστάς Ἀλεξανδρινάς φυσιογνωμίας, τούς ἰατρούς κ.κ. Καρτούλην, Χαλεπλῆν, Δενδρινόν καί Τσατσάνην, εὐθυμολογοῦντα, καί ἂλλους καί τάς νοσοκόμους. Ἀπό διακοσίους καί πλέον τραυματίας τούς ὁποίους ἐνοσήλευσαν μετά τήν σφοδράν μάχην τῶν Γιαννιτςῶν, ἀπό τήν ὁποίαν πολλοί ἠσθένησαν ἓνεκα τοῦ ψύχους καί τῶν βρο-χῶν, ὃλοι ἐσκόρπισαν κι’ ἒμειναν μόνον ἓπτά, κι’ αὐτούς ἐτοποθέτησαν σέ στρατιωτικόν νοσοκομεῖον.
Τό Αἰγυπτιακό Νοσοκομεῖον κατά τήν γενικήν ὁμολογίαν ἧτο ὑφ΄ ὃλας τάς ἐπόψεις τέλεια ὀργανωμένο καί πλούσια ἐφωδιασμένο, μέ λαμπράν ὑπηρεσίαν καί περίθαλψιν ἰατρικήν, ἑλκύσαν τόν θαυμασμόν τῶν ξένων καί ἰδικῶν μας καί τά συγχαρητήρια τοῦ Βασιλέως, καί … πρό παντός τήν προτίμησιν τῶν ἀσθενῶν.
Ἀνεβαίνω τόν μακρόν δρόμον πρός τήν πόλη μέ τήν κλυδωνιζομένην ἂμαξαν, ναυαγοῦσαν κάθε στιγμήν ἐπάνω στά λιθόστρωτα, πανάρχαια καί κα-τεστραμμένα. Φθάνω στό Φρουραρχεῖον, πού εἶνε ἐγκαταστημένο σ’ ἓνα μονα-στῆρι παραπλεύρως τῆς ἀρκετά μεγάλης ἐκκλησίας τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου. Ὁ Φρούραρχος κ. Γεωργαντᾶς μέ συνιστᾶ στή φιλοξενία τοῦ κύρ Λάζου Θεμελῆ ἐκ τῶν προκρίτων τῆς πόλεως, τελείου Ἀρβανίτη, ὁ ὁποῖος ὃμως, ὃπως ὁ ἲδιος εἶπεν εἰς τόν Διάδοχον, εἶνε ἀπ’ ἐκείνους τούς Ἀρβανίτες τῆς Χειμάρρας καί τοῦ Κακοσουλιοῦ πού ἒφκιασαν τήν Ἑλλάδα. Μέ δέχεται στό μαγαζί του μέ ἀγαθό μειδίαμα, διάχυτον ἐπί τῆς πλατειᾶς καί ὀστεώδους μορφῆς του, καί μέ συνοδεύει ἒως τήν παραπλεύρως θύραν τοῦ σπιτιοῦ του, ὃπου παραγ¬γέλλει στόν συνοδεύοντά με ἀν θυπολοχαγόν νά μέ ὁδηγήση στής «γυναῖκες». Στή μεγάλη χαλικόστρωτη καί ἀκανόνιστου σχήματος αὐλήν, ἡ βρύση μέ τό ἀδιάκοπα τρεχούμενο νερό καί ὀλίγα ροῦχα ἀπλωμένα. Στή σκάλα μέ ὑποδέχονται γυναι¬κεῖες φωνές μέ τό «καλώς ¬ὁρίσατε» , ὠσάν νά μ’ ἐπερίμεναν πρό πολλοῦ.
Ἦταν Σάββατο καί τό σπῆτι ἐσφουγγαρίζετο, ἀπό τά κεραμίδια ἓως τήν αὐλή. Ἡ οἰκοδέσποινα μέ τό φακιόλι ἐσηκώθη ἀπό τόν κουβᾶν τοῦ σφουγγαρίσματος καί μέ ὓφος καί στάσιν μεγάλης ἀρχόντισσας σ’ ἐπί¬σημες ὑποδοχές, μοῦ ἁπλώνει τό βρεγμένο χέρι καί μέ ὁδηγεί φιλοφρόνως στήν «καλή κά¬μαρα» ὃπου μερικοί εὐμετακόμιστοι νεωτερισμοί, ὑπό μορφήν μουσαμάδων, τραπεζιῶν τοῦ καπνίσματος καί διαφόρων ἐργοχείρων, πού ἀντιγράφουν οἱ κόρες τοῦ σπιτιοῦ ἀπό τήν «Φιλόκαλον Πηνελόπην», ἀποπειρῶνται νά ἐκτοπί¬σουν τόν παληό ρυθμό μέ τά παληά «στρωσίματα» τοῦ ἀργαλειοῦ. Ἡ κόρη σωστή γαϊτανοφρύδα χιονάτη μέ λεπτές γραμμές καί σεμνό βλέμμα, ἀναλαμ¬βάνει πρόθυμα τά καθήκοντα τῆς φιλοξενίας. Βγαίνω ὂμως ἀμέσως γιά νά ἐπωφεληθῶ τόν ὡραῖον καί γλυκύτατον καιρόν. Μοῦ δίδεται φρουρά ἓνας στρατιώτης Ἀκαρνάν πού ἐμπορεύεται στήν Ἀμερική καί «γνωρίζει τόν κόσμον». Μοῦ διηγεῖται, πηγαίνοντας, λεπτομέρειες τῶν μαχῶν, τή νίκη τοῦ φοβεροῦ Σαρανταπόρου, τής κακουχίες τῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι «μολαταῦτα καί μέ τήν τόση πληθωριά πού δέν εὓρισκαν ψωμί νά φᾶν, δέν πείραξαν κανένα τούρκικο χωριό ἐνώ ἐκεῖνοι, τό ἂτιμο τού γένος, δέν γνωρίζουν ἀπό ἀνθρωποτης κι’ ἒσφαξαν γερόντους καί παιδιά».
Ἀπό τό καφενεῖον «Παράδεισος», γεμᾶτο στρατιωτικούς, πίνοντας ἣσυχα τόν καφέ τους, βλέπω τήν ἐκτεταμένη πεδιάδα τῆς Βερροίας, ἀρκετά καλλιεργημένη, μακρυά τά γαλάζια βουνά καί, χαμηλά, τά Γιαννιτσᾶ μέ ἀπέ-ραντες λιμνώδεις ἐκτάσεις. Ὁ ἣλιος, γέρνοντας στή δύση, τά θωπεύει μέ τό χρυσό του φῶς, καί παντοῦ εἶνε χυμένη γλυκειά γαλήνη, πού τή νανουρίζουν ὁ παφλασμός τῶν μικρῶν καταρρακτῶν στούς κατάφυτους λόφους, καί τά ἣμερα κουδούνια τῶν ζώων τῶν χωρικῶν, πού ξανάρχισαν τά εἰρηνικά των ἒργα• κάτω στόν κάμπο τά βουβάλια σέρνουν τό ἀλέτρι στήν πολύπαθη γῆ, σπαρμένη ἀκόμα μέ λόγχες καί σφαῖρες τούρκικες καί τό αἷμα τοῦ πολέμου χωνεύεται μέ τό χῶμα κι’ ἁνα¬κατώνεται βαθειά στά σπλάχνα τῆς ἐλεύ¬θερης χώρας.


«Τύπος Μεκεδόνος» από τη Βέροια

ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

Ἀκολουθῶ κατόπιν τάς στενωπούς καί τούς ἀνώμαλους δρόμους τῆς Ἑλληνικῆς συνοικίας. Οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν προεξέχουν καί ἀκουμβοῦν σχεδόν ἡ μία στην ἂλλη, σάν κεφάλια πού κάτι ψιθυρίζουν μεταξύ τους καί δίνουν ἓνα σκοτεινό μυστήριο. Τά παράθυρα εἶνε πολύ ψηλά – εἰς τούς ἂσπρους τοίχους τά σιδηρόφρακτα αὐτά ανοίγματα δίνουν ὂψι φυλακής. Σπίτια, ὃπου νομίζεις ὃτι ἐφώλιασεν ὁ φόβος καί ἡ δυσπιστία πρός τόν ἐξω κόσμον καί φροντίζουν νά κλείσουν στερεά τήν ἐσωτε¬ρική οἰκογενειακή ζωήν ἀπό περιπολοῦντας κινδύνους. Τώρα ὂμως οἱ θύρες εἶνε διάπλατα ἀνοιχτές. Τά παιδιά παίζουν χαρούμενα στούς δρόμους τούς στρατιῶτες καί φωνάζουν «ζήτω» καί οἱ γυναῖκες καί τά κορίτσια μᾶς καλησπερίζουν φιλικά.
Μ’ ἐλκύει ἡ ἂποψις ἐνός κήπου μέ τά κόκκινα τριαντάφυλλα ἐπάνω ἀπό τή βρύση κι’ ὃλη ἡ οἰκογένεια μέ περικυκλώνει αὐτοστιγμεί καί μέ προσκαλεῖ νά ξεκουρασθῶ, καί μοῦ προσφέρει ἂνθη. Τούς ἑρωτῶ πῶς τούς φαίνεται ἡ Ἐλευθερία, «Ὂνειρο», μοῦ ἀπαντοῦν, ἀκόμα σάν ψέμματα μᾶς φαίνεται.Ἐκοπίασαν πολύ ὁ Βασιλέας μας καί ὁ στρατός μας, ἂς εἶνε καλά. Τώρα θά ἰδοῦμε κι’ ἐμεῖς ζωή.
Ἡ τουρκική συνοικία πολύ μεγαλειτέρα, σέ θαυμασία θέσι ἐπάνω σέ λόφους κατάφυτους, μέ μεγάλους στρατῶνας καί μερικά ὡραῖα σπίτια καί τζαμιά, μέ μεγάλα πλατάνια ὑπό τά ὁποῖα βρίσκεται καί τό τούρκικο καφενε¬δάκι, ὃπου ὁ Τοῦρκος ἒπινεν ἐπί αἰῶνας τον ἀποκοιμιστικόν ναργιλέ του. Στήν πλατεῖα τοῦ δικαστηρίου βρίσκονται τά ἐρείπια παλαιοῦ μικροῦ πύργου πού εἶχαν καταστρέψει oἱ τοῦρκοι γιά νά πάρουν τό ὑλικό του . . . Στούς σωρούς τῶν πετρῶν του διακρίνονται ὡραῖα κιονόκρανα μέ τά κορινθιακά φύλλα και κομμάτια ἀναγλύφων. Ἡ λαϊκή παράδοσις λέει ὃτι ἧταν παλάτι τῆς βασιλίσ¬σης Βιργινίας, ἡ ὁποία, ὃταν εἶδε νά πλησιάζουν οἱ Τοῦρκοι, στήν ἀπελπισία της, κρημνίσθηκε μέ τήν κούνια τοῦ παιδιού της στά βάθη τοῦ χειμάρρου κι’ ἒγινεν ἀμέσως μάρμαρο. Μερικοί ἰσχυρίζονται ὃτι διακρίνεται ἀκόμα ἡ κούνια τοῦ παιδιοῦ μαρμαρωμένη κ’ ἐκείνη. Στή ρίζα τῶν τειχῶν τοῦ πύργου πού ἐξα-κολουθοῦν σέ μεγάλη ἀπόστασι, μιά ἂσπρη βρυσοῦλα ἒχει τό πιό καθάριο νερό και τά κορίτσια τῆς γειτονιᾶς κι’ οἱ βλάχοι μέ ὁλοκόκκινες κεντημένες κάπες πηγαίνουν μέ τής στάμνες καί πέρνουν νερό. Δέν εἶδα ρωμαντικώτερο χείμαρρον μέ τόσα πελώρια δένδρα στής ὂχθες καί χαριτωμένους ἑλιγμούς. Παντοῦ ὃμως ἡ θλιβερά ἐγκατέλειψι καί κακομοιριά.


«Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄»

Η ΑΝΥΨΩΣΙΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

Τήν Κυριακή ἒγινεν ἐπισήμως ἡ ἀνύψωσις τῆς Ἑλληνικής Σημαίας στή Δημαρχία μέ ὡραία στρατιωτική παράταξι, κι’ ἐγέμισαν οἱ δρόμοι ἀπό πιλίκια και λόγχες Ἑλληνικές. Ὁ προσωρινός γραμματεύς τοῦ Τούρκου Δημάρχου κ. Κανάκης, διδάσκαλος, ἐχαιρέτησεν ἐκ μέρους του τήν ἀνύψωσιν τῆς σημαίας μέ τούς ἑξῆς περίπου λόγους : Ἐκφράζω τήν εὐγνωμοσύνην καί χαράν μου διά τήν ἀναιμωτί κατάληψιν τῆς πόλεως Βερροίας ὑπό τοῦ ἀνδρειωτάτου Ἑλληνικού στρατού ὁδηγούμενου ὑπό τής Α.Υ. τοῦ συνετωτάτου, εὐγενέστατου καί γεν-ναιοψύχου Διαδόχου τοῦ Ἑλλ. θρόνου, ὃν εἲθε ὁ Πανάγαθος νά σκέπη καί προστατεύη εἰς πᾶν ἐθνωφελές ἒργον πρός δόξαν καί τιμήν τοῦ εὐγενοῦς Ἑλληνικού ἒθνους, ὃπερ ἐχρησίμευσεν ὁ μόνος ὁδηγός καί σύμβουλος τῶν νεωτέρων ἐθνῶν. Δηλῶ ὃτι τάσσομαι μετ’ ἀνέκφραστου εὐχαριστήσεως μετά τῆς ἀρχαιότατης πό¬λεως Βερροίας ὑπό τήν λαμπράν καί ἒνδοξον σημαίαν τοῦ Ἑλλ. Βασιλείου καί παρακαλῶ ὃπως μέ καθοδηγῆ εἰς τό δυσχερές μου ἒργον ἓνεκα τῆς ἀγνοίας τῶν φιλοπροόδων καί δικαίων Ἑλληνικῶν νόμων.» Ἐν τέλει ἐζητωκραύγασεν ὑπέρ τοῦ Βασιλέως, τοῦ Διαδόχου, τοῦ στρατοῦ καί τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἑλλ. Κυβερνήσεως.
Κατόπιν τά πλήθη, ὁ στρατός, οἱ πρόκριτοι Τοῦρκοι καί ὁ Μητροπολίτης ἐπῆγαν εἰς τόν Μητροπολιτικόν ναόν διά τό μνημόσυνον τοῦ Ἰωακείμ, τοῦ Οἰ-κουμενικοῦ Πατριάρχου. Δεξιά οἱ ἀξιωματικοί μέ τά κροτοῦντα ξίφη καί ἀρι-στερά τά ὑποταγμένα φέσια τῶν Τούρκων πασάδων καί μπέηδων καί τά σαρί¬κια τοῦ Μουφτῆ καί τοῦ Χότζα καί, στό μέσον, πρό τῆς ὡραίας Πύλης, ὁ σεβά¬σμιος καί δαιμόνιος εἰς πνεῦμα καί ἐργατικότητα Μητροπολίτης, ὁ Καλλίνικος Δεληκάνης, μέ τήν χρυσῆν πατερίτσαν καί τόν πολύπτυχον μανδύαν, σηκώνει μέ σεμνήν μεγαλοπρέπειαν τό χέρι κι’ εὐλογεῖ : Εἰρήνη Ὑμῖν !… καί μέ ἁπλῆν εὐφράδειαν, ὁ ἂλλοτε τόσον προσφιλής ρήτωρ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀνέμνησε τούς ἀγώνας τοῦ Ἰωακείμ τοῦ Γ’ ὑπέρ τῶν δικαίων τοῦ Ἑλληνισμού ἐν Τουρκίᾳ προτάσσοντος ἀπτόητον τό στῆθος εἰς τάς προσβολάς και ἐπιβολάς τῶν τυράννων ἐν τέλει τόν παρέβαλε μέ τόν Μωϋσῆν ἰδόντα μόνον μακρόθεν τήν Γῆν τῆς ἐπαγγελίας.


«Κ. Ρακτιβάν (Διοικητής Μακεδονίας)»

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗΝ

Στο επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου της, η Θάλεια Φλωρά-Καραβία περιγράφει το ταξίδι που έκανε προς την Κοζάνη, με τη συνοδεία ενός αποσπάσματος του Ιερού Λόχου των Κοζανιτών, που επέστρεφε από την Θεσσαλονίκη. Αναφέρεται στις δυσκολίες που παρουσίαζε ένα τέτοιο ταξίδι, λόγω της έλλειψης των μεταφορικών μέσων, αλλά και λόγω των κινδύνων από τα άτακτα στίφη του τουρκικού στρατού που λυμαίνονταν την περιοχή (αναφέρει και το όνομα του αρχηγού τους Μπεκίρ Αγά). Περιγράφει την διανυκτέρευσή τους σ’ ένα ερειπωμένο « από το πέρασμα του πολέμου» χάνι, την ανάβαση των «περίφημων για την ομορφιά τους» βουνών της Καστανιάς, το πέρασμά τους από τα «γεωργικότατα χωριά, τά Κονιαροχώρια, μέ τά κοκκινωπά καί πράσινα τετράγωνα της καλλιεργημένης γης» και τέλος την άφιξή τους προς το βράδυ στην Κοζάνη.


«Ο διάδοχος Κωνσταντίνος»

Βιβλιογραφία:

  • Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών – Ζωγράφοι, Γλύπτες, Χαράκτες, 16ος-20ος αιώνας τ.4. Αθήνα, Μέλισσα, 2000. σ.377-378
  • Οι Έλληνες ζωγράφοι, τ.1-Από τον 19ο αιώνα στον 20ο. Αθήνα, Μέλισσα, 1974. σ.404-437

Μοιράσου το άρθρο:

Social Circle

X