«Περιδιαβαίνοντας τον τόπο μας με συνοδοιπόρους τους ξένους περιηγητές του 19ου και 20ου αιώνα»

Ολυμπία Μπέτσα – Φιλόλογος – Μέλος Ε.Μ.ΙΠ.Η.

Η ιστορική έρευνα διερευνά κάθε πρωτογενή, δευτερογενή πηγή – μαρτυρία αναδεικνύοντας, συμπληρώνοντας και διορθώνοντας τις γνώσεις μας για συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους. Από τον ιστοριογράφο Ξενοφώντα μέχρι και σήμερα, σημαντικές είναι οι μαρτυρίες των περιηγητών, οι οποίοι ταξιδεύουν, καταγράφουν και αποτυπώνουν κάθε είδους ιστορική, λαογραφική, γεωγραφική και άλλη πληροφορία, που συναπαρτίζουν την ιδιαίτερη, ξεχωριστή ταυτότητα των τόπων που επισκέπτονται.
Στα «Οδοιπορικά Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας», του Αντωνίου Μηλιαράκη, που εκδίδονται το 1878, ακολουθούμε τη διαδρομή και τις καταγραφές του Γάλλου περιηγητή Emile Isambert.

Από Θεσσαλονίκη προς Βέροια

Αν επέλεγες να ταξιδέψεις μέσω του Θερμαϊκού κόλπου, μέσα σε 2 ώρες έφτανες με καΐκι στο λιμανάκι του Ελευθεροχωρίου, δηλαδή στη σημερινή Μεθώνη. Τους ταξιδιώτες τους περίμεναν άλογα για να συνεχίσουν την πορεία τους. Ο Isambert αναφέρει ότι ο Heuzey υπέθεσε ότι το Νέο Ελευθεροχώρι ταυτιζόταν με την αρχαία Μεθώνη χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν ανάλογα αρχαιολογικά ευρήματα. Εκεί έβρισκε κανείς λίγα εμπορικά καταστήματα και χάνια, που επικοινωνούσαν με τη Θεσσαλονίκη. Το χωριό Ελευθεροχώρι ήταν τουρκικό τσιφλίκι, βρισκόταν πιο ψηλά στο βουνό και είχε μόλις 15 καλύβες.
Άλλη λύση ήταν η διαδρομή μέσω ξηράς. Από τη Θεσσαλονίκη έβγαινες από την πύλη του Βαρδάρη και προχωρώντας δυτικά περνούσες τον ποταμό Γαλλικό και το χωριό Λάτρα, που βρισκόταν κοντά στην αποξηραμένη κοίτη του Βαρδαρίου. Από εκεί απείχε 40 λεπτά η πλούσια κωμόπολη Κουλακιά, η σημερινή Χαλάστρα, της οποίας οι κάτοικοι εξακολουθούσαν να ασχολούνται με την αλιεία, παρά το γεγονός ότι πια δε βρισκόταν κοντά σε θάλασσα.
Έπειτα ο ταξιδιώτης κατευθυνόταν προς το χωριό Κλειδί, όπου πλέον έμπαινε στην οδό 5, το δρόμο για τη Βέροια. Για την αψίδα ρωμαϊκής γέφυρας, που υπάρχει στο Κλειδί, μαθαίνουμε ότι σύμφωνα με τον Delacoulonche η γέφυρα καθόριζε τη θέση της πόλης Αλώρου ή Ελώρου, την οποία αναφέρει ο Πλίνιος, ο Στράβων, ο Σκύλαξ και ο Στέφανος ο Βυζάντιος ως τη σπουδαιότερη ναυτική πόλη μετά τη Χαλάστρα. Σύμφωνα με το τον Delacoulonche το Κλειδί διαδέχτηκε την πόλη Άλωρο και ονομάστηκε έτσι, γιατί εκεί ο Μουράτ ο Β΄ παρέλαβε τα κλειδιά του κάστρου των Ιωαννίνων από απεσταλμένους της πόλης. Από το Κλειδί έφτανες σε 10 ώρες στη Βέροια βαδίζοντας μέσα σε ελώδεις περιοχές και συναντούσες τα χωριά Κορυφή, Καψοχώρι και τη Μονή των Αγίων Αναργύρων. Ο Leak τοποθετούσε την πόλη Άλωρο ανάμεσα σε αυτά τα δύο χωριά .
Εκείνη την εποχή ο Αλιάκμονας λεγόταν Βιστρίτσα, ενώ οι Τούρκοι τον ονόμαζαν Ιντζέ-Καρασού. Οι εντόπιοι τον ονόμαζαν και Λολοπόταμο ή Δελιπόταμο, γιατί πολλές φορές πλημμύριζε τις γύρω περιοχές. Από εκεί, για να τον περάσει κανείς χρησιμοποιούσε τη σχεδία Χολιβά. Στο χωριό Λιμπάνοβο (σημερινό Αιγίνιο) ο Heuzey είχε βρει αρχαία ερείπια και είχε υποθέσει ότι εκεί ήταν ο αρχαίος σταθμός της Bada, που βρισκόταν στο δρόμο από Δίο προς Βέροια, δρόμος που αναφέρεται στους Πευτιγγεριανούς πίνακες. Αξιοσημείωτη είναι και η υπόθεση, που ο προαναφερθείς αρχαιολόγος είχε κάνει για την αρχαία Αιανή. Ο Heuzey είχε ανακαλύψει τα ερείπια της Αιανής νότια της Κοζάνης, σε τρία χριστιανικά χωριά, το Κτενίο, την Καληανή και την Καισάρεια.

Στη Βέροια

Η Βέροια (στα τουρκικά Κάρα-Φέρροια), στα τέλη του 19ου αιώνα είχε 18-20.000 κατοίκους. Το όνομά της το οφείλει στη μυθική νύμφη Βέρροια, κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας ή στην ύπαρξη πολλών νερών από το υδάτων ροή ή φέρω ρουν, ήταν χώρα των Φρυγών (Βρυγών) και η ίδρυσή της ανάγεται στα μυθολογικά χρόνια.
Το όρος Βέρμιο ονομαζόταν Δόξα, ενώ ο Τριπόταμος ονομαζόταν Γυφτοπόταμος.
Η πόλη χωριζόταν σε 16 συνοικίες και είχε 62 εκκλησίες και 15 τζαμιά. Αρχαία ερείπια της οχύρωσης της πόλης υπήρχαν ανατολικά και νότια, κοντά στις εκκλησίες της Αγίας Φωτεινής και των Αγίων Αναργύρων. Κοντά στο Ωρολόι υπήρχαν αρχαία πηγάδια και λείψανα υδραγωγείων.
Δυτικά διακρίνονταν δύο πύργοι βυζαντινοί: ο ένας ήταν μέσα στο τουρκικό φρούριο και τον είχαν επισκευάσει. Προφανώς ο περιηγητής Isambert αναφέρεται στον πύργο Δουσάν, ερείπια του οποίου υπάρχουν δίπλα στην πλατεία Ωρολογίου. Ο άλλος ήταν ερειπωμένος, είχε ύψος 5,45 μέτρα και πλάτος 17,53 μέτρα και είχε πιθανόν χρησιμοποιηθεί για στήριξη ωρολογίου.
Την ίδια μαρτυρία, που αφορά στους βυζαντινούς πύργους, τη λαμβάνουμε και από το βιβλίο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ: ΗΤΟΙ ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας, Mακεδoνίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών ΚΑΤΆ ΤΟ Γερμανικόν του Καρόλου Μπαίδεκερ και Meyer και το γαλλικόν του Guide Joanne – Isambert» του Τρύφωνα Ευαγγελίδη, που εκδίδεται το 1913 σε μια προσπάθεια γνωριμίας με τα πρόσφατα ανακτημένα εδάφη.
Ταύτιση μαρτυριών υπάρχει και ως προς την ύπαρξη τύμβων. Υπήρχαν τρεις μεγάλοι και άλλοι μικροί τύμβοι στα πέριξ της πόλης.
Όσον αφορά στην περιοχή «Φόρος», οι παραπάνω πηγές την περιγράφουν ως εξής: έξω από την πόλη υπήρχε σκεπασμένο κυκλικό μέρος με τρεις μεγαλοπρεπείς πλατάνους, που οι Έλληνες ονόμαζαν Παληόφορο και οι Τούρκοι Εσκί Παζάρ, και προφανώς επρόκειτο για αρχαία αγορά ή προάστιο.
Από το βιβλίο «Νέα Ελλάς» ,επίσης, μαθαίνουμε ότι το 1913 από Θεσσαλονίκη προς Βέροια το ταξίδι με τρένο κόστιζε μία δραχμή. Τα ξενοδοχεία της πόλης ήταν ο «Άγιος Αντώνιος», η «Αλάμπρα» και η «Θεσσαλονίκη», τα εστιατόρια ήταν των Λ. Βελτσίδου και Α. Καραντωνίου, οι γιατροί ήταν οι: Εμμανουήλ Βελτσίδης, Σ. Ιωαννίδης, Γ. Κουτούλας, Σ. Μάρκου, Γ. Μπατραλέξης, Α. Σμυρλής, Α. Τσούπελης, τα φαρμακεία ήταν των Μ. Βάσσου, Α. Βλάχου, Α. Κατσαμάκα, τα ζαχαροπλαστεία ανήκαν στους Α. Γιαννιό, Ε. Γρηγορίου, Ε. Καρούτα, Ν. Καλογήρου, Π. Νικοδημόπουλο Σ. Περδίκα, και Κ. Κύρο, καφενεία είχαν οι αφοί Βελτσίδου, ο Σ. Γρηγορίου και ο Δ. Καλογερόπουλος, ενώ υπήρχε και ένα καπνοπωλείο, αυτό του Γ. Χατζη-Ιωάννου και 4 κουρεία των Α. Κύρκου, Κ. Νούσια, Α. Παπαγεωργίου και Α. Τσουκνίδα.
Η πόλη ήταν καταπράσινη, γεμάτη νερά, γι’ αυτό άλλωστε αποτελούσε και θέρετρο των Θεσσαλονικιών, είχε ωραίες κατοικίες, μία εκ των οποίων ανήκε στο γιατρό Στεργίου. Στη Βέροια ιδρύθηκε το 56 – 59 μ.Χ. και η πρώτη εκκλησία από το Σίλα, τον Τιμόθεο και τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος είχε διδάξει στη θέση Μουσάλα. Μητροπολίτης ήταν ο Κωνσταντίνος Δεληκάνης, συγγραφέας και εκδότης. Από τη Βέροια καταγόταν και ο Μητροφάνης Κριτόπουλος (1589-1641), πατριάρχης της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου.

Στη Νάουσα

Η Νιάουστα είχε πληθυσμό περίπου 10.000 κατοίκους. Το όνομα Νάουσσα υποστηρίζεται ότι προέρχεται από την ονομασία της πόλης στα ρωμαϊκά χρόνια, που ἠταν Νέα Αυγούστα. Τα ποτάμια της πόλης Αραβίστα (Αραπίτσα) και Γύμνοβο είναι παραπόταμοι του Λουδία. Η ονομασία του όρους, στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται η πόλη, ήταν Τούρλα και ταυτίζεται με το Κιτάριο όρος, που αναφέρει ο Πτολεμαίος. Υπήρχαν τα εργοστάσια των αδελφών Γκούτα και Καρατζά, Λόγγου, Κυρτσή και Τουρμπαλή. Εκτός από τη νηματουργία, οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη χρυσοχοΐα και την οινοποιία. Γύρω στην πόλη έβλεπες πλούσιους αμπελώνες, ενώ το κρασί που παρήγαγαν ήταν φημισμένο στην Τουρκία. Στην είσοδο της πόλης συναντούσες τη Βερροιώτικη βρύση και εκεί κοντά ένα σπήλαιο σταλακτιτών, του Παλαιοσωτήρα, (ονομασία δοθείσα από το ναό που βρίσκεται εκεί), το οποίο ο Delacoulonche ταύτιζε με τη σχολή του Αριστοτέλη στο Νύμφαιο της Μίεζας, υπόθεση η οποία στη συνέχεια αποδείχτηκε ορθή.
Η Νιάουστα με 200 σπίτια ελληνικά, βουλγαρικά και τουρκικά και ένα μόνο τζαμί, ταυτιζόταν με την αρχαία πόλη Κίτιο. Η αρχαία πόλη ήταν χαμηλότερα. Στην περιοχή Γάστρα τα αρχαία ερείπια πρόδιδαν την ύπαρξη ακρόπολης.
Στις αρχές του 20ου αιώνα στη Νάουσα ο ταξιδιώτης έβρισκε τα ξενοδοχεία Γερμανίας του Δάρη και Ολυμπίων του Μπέρσου. Ζαχαροπλαστεία είχαν οι: Αλμπάνης, Λάζος και Τέμος. Οι γιατροί της πόλης ήταν οι: Μπέρσος, Πετρίδης, Χατζηδημητρίου και Χατζημήτσος. Φαρμακείο είχε ο Αρνής και, τα καφενεία που υπήρχαν, ήταν τρία: Ομονοίας, Παραδείσου και Πλατείας ηρώων.
Βόρεια της Νάουσας έβρισκες την Επισκοπή, χτισμένη στη θέση της αρχαίας Σκύδρας και πιο πέρα το Τσαρμαρίνοβο, που ήταν ένα φτωχικό τσιφλίκι, που κατοικούνταν από Βούλγαρους και κοντά στο οποίο υπήρχαν χαλάσματα πύργου, που τον αποκαλούσαν Χαζνές.

Παλατίτσα – Κουτλίτσα – Βάρβες

Στα τέλη του 19ου αιώνα το χωριό Παλατίτσα, στο οποίο ο Heuzey είχε ανακαλύψει αξιόλογα αρχαία ερείπια, είχε 24 σπίτια, 4 εκκλησίες, και ήταν χτισμένο ανάμεσα σε δύο χειμάρρους.
Η Κουτλίτσα, που απείχε 2 χιλιόμετρα από την Παλατίτσα είχε 10 – 12 σπίτια. Δίπλα ήταν ακόμη ένα αγροτικό χωριό, οι Βάρβες (Μπάρμπες). Η σημερινή Βεργίνα ιδρύθηκε το 1922 δίπλα στα δύο αγροτικά χωριά Κούτλες και Μπάρμπες, τα οποία ανήκαν στον Τούρκο μπέη των Παλατιτσίων . Ο Isambert αναφέρεται στη μεγαλοπρεπή Μονή του Προδρόμου, κάτω από την οποία ήταν η σχεδία της Κόκοβας, που χρησιμοποιούσαν όσοι ήθελαν να διασχίσουν τον Αλιάκμονα.

Ντράτζκο – Μποστάνι – Βόσοβα – Κόκοβα

Ο Isambert ακολουθεί και τη διαδρομή από τα Σέρβια και την Κοζάνη (ωραία πόλη, ελληνική που περιβάλλεται από τουρκικά χωριά) και καθοδόν διασχίζει το Ντράτζκο (σημερινό Δάσκιο), κεφαλοχώρι στο όρος Κοκκαλιάρης, το Μποστάνι (σημερινά Ριζώματα), τη Βόσοβα (Σφηκιά) και την Κόκοβα (Πολυδένδρι), που στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν κεφαλοχώρι με 80 σπίτια.


 

Μοιράσου το άρθρο:

Social Circle

X