Το Ταξίδι του Έλληνα Δημοσιογράφου μέσα από τον κάμπο της Ημαθίας.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Εμμανουήλ Γ. Ξυνάδας,

Είναι γνωστή η κατάσταση που επικρατούσε κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα στον ευρύτερο Μακεδονικό χώρο. Η κατάσταση αυτή έγινε αντικείμενο έρευνας από ιστορικούς και ερευνητές της εποχής εκείνης αλλά και νεώτερους. Επίσης, η κατάσταση αυτή έγινε αντικείμενο έρευνας και περιγραφής από ανταποκριτές και δημοσιογράφους των τότε γνωστών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ελληνικών και ξένων, τα οποία έστελναν ικανούς δημοσιογράφους στη Μακεδονία, προκειμένου να γνωρίσουν από κοντά την κατάσταση και με τις ανταποκρίσεις και τα σημειώματά τους να πληροφορήσουν τους υπόλοιπους έλληνες, οι οποίοι τις περισσότερες φορές είχαν εσφαλμένες απόψεις για την επικρατούσα κατάσταση στη Μακεδονία.
Σκοπός του παρόντος δημοσιεύματος δεν είναι να παρουσιάσουμε την κατάσταση στη Μακεδονία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, αλλά μέσα από μια περιγραφή, έλληνα δημοσιογράφου, να γνωρίσουμε την Ημαθία, την οποία διέσχισε στο ταξίδι του από τη Θεσσαλονίκη για το Μοναστήρι.
Πρόκειται για το δημοσιογράφο της εφημερίδας «ΣΚΡΙΠ» Ευστράτιο Ευστρατίου, ο οποίος αποστέλλεται στη Μακεδονία, προκειμένου να γνωρίσει από κοντά την κατάσταση στην περιοχή και με τις ανταποκρίσεις και τις περιγραφές του να πληροφορήσει τον ελληνικό λαό. Η αποστολή γίνεται το 1903 και οι περιγραφές και συνεντεύξεις του Ε. Ευστρατίου δημοσιεύονται στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» από τις 16.3.1903, σε συνέχειες, στη στήλη «Το «ΣΚΡΙΠ» εις Μακεδονίαν. Η πρώτη περιοδεία Έλληνος δημοσιογράφου. Τι είδε, τι άκουσε, τι αντελήφθη. Ο Ελληνισμός θριαμβεύει. Πλήρης περιγραφή της κατάστασης». Ανάμεσα σ΄ αυτές τις περιγραφές και τις ανταποκρίσεις του περιλαμβάνεται και η περιγραφή της Ημαθίας, από την οποία πέρασε, ταξιδεύοντας από τη Θεσσαλονίκη στα Βιτώλια (Μοναστήρι). Σκοπός του ταξιδιού στα Βιτώλια ήταν να γνωρίσει από κοντά τη δεύτερη πόλη της Μακεδονίας, να έρθει σε επαφή με το Μητροπολίτη Πελαγωνίας, καθώς, επίσης και με διπλωματικούς παράγοντες του τόπου. Είχε προηγηθεί η παραμονή του δημοσιογράφου και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, όπως η Θεσσαλονίκη και οι Σέρρες, όπου είχε ανάλογες συναντήσεις.
Το ταξίδι του δημοσιογράφου ξεκινά από το σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης και μέσω του κάμπου της Θεταλλίας, των εύφορων πεδιάδων της Μακεδονίας και του υψιπέδου της Πελαγωνίας καταλήγει στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μοναστηρίου . Η διάρκεια του ταξιδιού ανέρχεται στις δέκα τουρκικές ώρες και οι σταθμοί, από τους οποίους διέρχεται η αμαξοστοιχία, στους δεκαπέντε, ανάμεσα στους οποίους ο σταθμός του Γκιδά (sic), της Βέρροιας (sic), της Νιάουστας (sic), των Βοδενών κ.α. Οι συνταξιδιώτες του έλληνα δημοσιογράφου, διαφόρων εθνοτήτων και ποικίλης καταγωγής, κάνουν την αμαξοστοιχία να μοιάζει με πολύχρωμο μωσαϊκό. Τούρκοι έφεδροι, Ρώσοι καλόγεροι, Βούλγαροι, Έλληνες και στο δεύτερο βαγόνι ο Τούρκος πασάς με τους υπασπιστές και το χαρέμι του ταξιδεύουν με το δημοσιογράφο, ο καθένας με το δικό του προορισμό και για τους δικούς του λόγους.
Η διάθεση του δημοσιογράφου δύσκολα περιγράφεται. Αισθήματα φόβου και τρόμου τον κατακλύζουν μπροστά στο άγνωστο. Δεν ήταν λίγα, άλλωστε, τα όσα είχε ακούσει για τα συμβάντα στο συγκεκριμένο χώρο της Μακεδονίας. Δολοφονίες και άλλα παρόμοια περιστατικά συνέθεταν την εικόνα, που είχε στο μυαλό του. Οι ελληνικές ομιλίες και η γνωριμία του με τον κ. Γεωργιάδη, δικηγόρο της Θεσσαλονίκης, απαλύνουν τα αισθήματα του φόβου. Ο κ. Γεωργιάδης θα συνταξιδέψει με το δημοσιογράφο μέχρι τη Νάουσα και θα είναι ο ξεναγός του ως εκεί.
Το ταξίδι της αμαξοστοιχίας ξεκινά και μέσα από την απέραντη, όπως χαρακτηρίζει ο δημοσιογράφος, την πεδιάδα της Θετταλίας, η οποία δεν έχει όρια και φιλοξενεί τσιφλίκια τούρκων μεγαλοαστών, όπως του Χαμδή μπέη κ.α., φτάνει μετά από ταξίδι μισής και πλέον ώρας στη γέφυρα του Καρά – Ασμάκ, του ποταμού Λυδία (sic) – Λουδιά, όπου και τα όρια της Ημαθίας.
Η γέφυρα του ποταμού οδηγεί στον τρίτο σταθμό της αμαξοστοιχίας και πρώτο σταθμό της Ημαθίας, το Γκιδά . Ο Γκιδάς , σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχει ο κ. Γεωργιάδης στο δημοσιογράφο, είναι το τσιφλίκι του Μεχμέτ – πασά . Εύλογα δημιουργούνται απορίες στο δημοσιογράφο. «Μανθάνω το μυστήριον της καλλιέργειας αυτής, όσον ανεπαρκής και αν είνε, την οποία βλέπω εις τα τσιφλίκια. Πως διαφεύγουν την τρομοκρατίαν;» αναρωτιέται ο έλληνας δημοσιογράφος. Και η απάντηση «απλούστατα δια της τακτικής φορορλογίας των μπέηδων υπό των ληστών. Εάν ο μπέης δυστροπή, αιχμαλωτίζεται…». Κάτι τέτοιο συνέβη και με τον Μεχμέτ –πασά, την περίπτωση του οποίου διηγείται ο δικηγόρος κ. Γεωργιάδης στον Έλληνα δημοσιογράφο.
Νερά, νερά! Τα πολλά νερά προκαλούν εντύπωση στο δημοσιογράφο. Νερά τα οποία προέρχονται από τα ποτάμια και τους παραπόταμούς τους και απλώνονται προς όλες τις διευθύνσεις «σαν σμήνη γιγαντίων ερπετών διασταυρωμένων εις την ελευθερίαν της εκτάσεως…».

Το ταξίδι της αμαξοστοιχίας συνεχίζεται, μαζί και η περιήγηση του έλληνα δημοσιογράφου. Τα τσιφλίκια δεν έχουν τελειωμό. Κοπάδια βοσκούν εντός των τσιφλικιών και η ίδια εικόνα επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέχρι τον επόμενο σταθμό. Το σταθμό της Βέροιας .
Η πόλη αρχίζει να ξεπροβάλλει από μακριά. Είναι κατάφυτη από δένδρα, μέσω των οποίων ο δημοσιογράφος διακρίνει μιναρέδες, για τους οποίους ο συνταξιδιώτης του τον πληροφορεί ότι είναι έντεκα τον αριθμό . Πάνω από την πόλη ο δημοσιογράφος διακρίνει ένα λευκό κτήριο το οποίο είναι η Μονή Προδρόμου σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Γεωργιάδη . Πλησιάζοντας στην πόλη μαθαίνει την παράδοση του Λουκιανού, σύμφωνα με την οποία «φαγών ρόδα της Βερροίας επανήλθεν από την ονείαν εις την ανθρωπίνην φύσιν». Παραπλεύρως της Βέροιας ο δημοσιογράφος διακρίνει τμήμα της Εγνατίας οδού, που οδηγούσε στην Κωνσταντινούπολη.
Τέλος, εντύπωση προκαλούν στον δημοσιογράφο οι πολυάριθμοι στρατιωτικοί σταθμοί κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή. Δεν παραλείπει να τους περιγράψει μαζί με τους στρατιώτες, οι οποίοι τους φύλαγαν. «…ειν’ από μία σκηνή ή από μία καλύβη από κλαριά με πεντ’ ή εξ στρατιώτας, οι οποίοι στέκονται και βλέπουν την αμοξοστοιχίαν σοβαροί και ακίνητοι. Ένα φισεκλίκι ζώνει την οσφύν των… έχουν τα χέρια των στης τσέπες ενός κοντού βρακιού χιλιομπαλωμένου και στέκονται επάνω εις γουρουνοτσάρουχα με λευκά μάλλινα τουζλούκια εως εις τα γόνατα…». Εντύπωση, επίσης, προκαλεί η μεγάλη ποσότητα ξυλείας, η οποία είναι συσσωρευμένη σε κάθε σταθμό και σε κάθε γέφυρα. Ο λόγος είναι εύλογος. Βρίσκονται εκεί για να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις εκτάκτων αναγκών για την κατασκευή πρόχειρων γεφυρών σε περιπτώσεις ανατίναξης. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγα τα κρούσματα, τα οποία απέβλεπαν σε δολιοφθορά του τουρκικού στρατού από πλευράς των ελλήνων αγωνιστών. Δε θα πρέπει να ξεχνούμε ότι το ταξίδι ή καλύτερα η αποστολή αυτή γίνεται ένα χρόνο πριν την επίσημη έναρξη της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα.
Με αυτές τις σκέψεις η αμαξοστοιχία πλησιάζει στον τρίτο και τελευταίο σταθμό της Ημαθίας, την Νάουσα . Ήδη ο δημοσιογράφος διακρίνει «την ωραίαν και Ελληνικωτάτην πόλιν, εξαπλωμένην εις μίαν ράχιν χωμένην εις φυτείαν». Από αυτήν ξεχωρίζουν δύο μεγάλα κτήρια , ευρωπαϊκού χαρακτήρα, όπως σημειώνει ο δημοσιογράφος. Πρόκειται για τα δύο υφαντουργικά εργοστάσια της Νάουσας , τα οποία ήταν οι κήρυκες της Ελληνικής ακμής, όπως ο ίδιος αναφέρει. «…Μαζί με αυτά των Βιτωλίων ενδύνουν τον Μακεδονικόν λαόν» .
Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Νάουσας βρίσκεται ανάμεσα σε αμπελώνες. Άλλο ένα στοιχείο, που εντυπωσιάζει και κλέβει τις εντυπώσεις του δημοσιογράφου, είναι το κρασί και το ρακί της Νάουσας . Έξοχα προϊόντα της Μακεδονικής πόλης, των οποίων ἡ παχύτητα, η γλυκύτητα και η ευοσμία…» έχουν μείνει στο στόμα του.
Και εδώ το ίδιο σκηνικό με τον υπόλοιπο Ημαθιώτικο κάμπο. Δάση πλούσια σε βλάστηση και πολυάριθμα κοπάδια να βοσκούν μέσα σ’ αυτά. Επιπλέον ένας ξυλοκόπος «…βυσοδομεί έναν πελώριο κορμόν σκυμένος προς την ρίζαν…». Εκπλήσσει η λεπτομέρεια, με την οποία περιγράφει ο Έλληνας δημοσιογράφος στιγμές καθημερινής ζωής, οι οποίες δεν διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Η καθημερινή ζωή στη Μακεδονία, η οποία δεν είχε απελευθερωθεί ακόμα, δε διέφερε σε τίποτα από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της υπόλοιπης Ελλάδας. Ήδη, οι φόβοι του δημοσιογράφου άρχισαν να διαλύονται, τη στιγμή που διαπιστώνει ότι τα όσα ακούγονταν στο κέντρο των Αθηνών για την κατάσταση, που επικρατούσε στη Μακεδονία, ήταν ανυπόστατα και υπερβολικά.

Πριν η αμαξοστοιχία σταθμεύσει στο σταθμό της Νάουσας, ξεπρόβαλε μπροστά τους ένα μικροσκοπικό χωριό με λίγες καινούργιες λευκές οικοδομές με ερυθρές στέγες, μέσα σε ένα δάσος από λεύκες. Πρόκειται για το χριστιανικό τσιφλίκι του Έλληνα Χατζή – Δημήτρη, σύμφωνα και πάλι με τις πληροφορίες του δικηγόρου κ. Γεωργιάδη.
Το τρένο έφτασε στο σταθμό της Νάουσας. Εντύπωση προκαλεί στο δημοσιογράφο η ελληνική κίνηση, που παρατηρείται στο σταθμό. Έλληνες περπατούν, ομιλούν, κινούνται. Οι επιβάτες, με προορισμό τη Νάουσα, κατεβαίνουν από την αμαξοστοιχία και τρέχουν για να προλάβουν την άμαξα, η οποία θα τους οδηγήσει στην πόλη της Νάουσας. Η απόσταση είναι περίπου μια ώρα. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο συνταξιδιώτης του δημοσιογράφου, δικηγόρος κ. Γεωργιάδης.
Η αμαξοστοιχία συνεχίζει το ταξίδι της με προορισμό τα Βιτώλια, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας. Για λίγο ακόμη διέρχεται από την πεδιάδα της Μακεδονίας, ώσπου αυτή τελειώνει και τη θέση της παίρνει «η μεγαλοπρεπής αγριότης της ορεινής Μακεδονίας».
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο δημοσιογράφος αφήνει πίσω του τη γη της Ημαθίας και συνεχίζει το ταξίδι του προς Βορρά. Με το ταξίδι του αυτό αφήνει, επίσης, πολύτιμα στοιχεία για τις πόλεις και τις περιοχές, τις οποίες επισκέφθηκε, στις οποίες φιλοξενήθηκε και από τις οποίες πέρασε. Πολύτιμα στοιχεία, τα οποία καλούμαστε να αξιολογήσουμε και να αξιοποιήσουμε προκειμένου να αποκαλυφθεί, κατά το δυνατόν, η ιστορία του κάθε τόπου.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία.
– Αθανασίου Χαλκιόπουλου, Μακεδονία Βιλαέτια Θεσσαλονίκης –Μοναστηρίου, Αθήναι, 1910.
– Άννα Ματσκάνη, «Τα τζαμιά της Βέροιας», Λάμδα 27 (Μάι 2006).
– Αλέξανδρου Οικονόμου, «Η βιομηχανία στην Νάουσα, από τον 19ο στον 20ο αιώνα», Νάουσα 19ος – 20ος αιώνας, Νάουσα, 1999.
– Αντώνη Αναστασόπουλου, «Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί στην Βέροια του 18ου αιώνα», Βεροίας Μελετήματα, Βέροια, 2003.
– Ευστρατίου Ευστρατιάδου, Μακεδονία Η πρώτη περιοδεία Έλληνος δημοσιογράφου, Αθήναι, 1903
– Του ιδίου, ο.π., Σκριπ, 9-10 Απριλίου 1903, σ.σ. 2 και 1-2.
– Του ιδίου Γ. Μοσχόπουλου, «Ο Γιδάς στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας», Ρουμλουκιώτικα Σημειώματα 1980-1988, Θεσσαλονίκη, 1989.
– Γεωργίου Ντελιόπουλου, Γιδάς – Άνθρωποι και Τοπία, Αλεξάνδρεια, 2008.
– Του ιδίου, «Σιδηροδρομική Εγνατία Οδός Θεσσαλονίκη – Μοναστήρι 1894-2006», Λάμδα, 28 (Δεκ. 2006).
– Γεωργίου Χιονίδη, «…», Νιάουστα,17(1981).
– Νικόλαος Σπάρτσης, «Νάουσα, Γεωργική κατάσταση στη Νάουσα, 1820 ως σήμερα», Νάουσα 19ος – 20ος αιώνας, Νάουσα, 1999.
– Τάκης Μπάϊτσης, Νάουσα – Οι βιομηχανίες του χθες, Βέροια, 1997.
– Συλλογικός Τόμος, Οι Ελληνικοί Σιδηρόδρομοι – Η διαδρομή τους από το 1869 εως σήμερα, Μίλητος, χ.χ.


 

Μοιράσου το άρθρο:

Social Circle

X