της Αναστασίας Γ. Ταναμπάση
Σύντομη ιστορική αναδρομή
Από τα μέσα του 19ου αιώνα τα ελληνικά σχολεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας παρουσίαζαν μία βαθμιαία αλλά σταθερή άνθηση. Στην κατεύθυνση αυτή οδήγησαν ιστορικές εξελίξεις, που επιβάλλονταν λόγω της ανάγκης της οθωμανικής εξουσίας να διοικήσει αποτελεσματικότερα αλλά και να εκσυγχρονίσει το παρηκμασμένο οθωμανικό κράτος. Στα πλαίσια αυτά πραγματοποιήθηκαν οι μεταρρυθμίσεις της περιόδου του Τανζιμάτ των ετών 1839-1862, με αποκορύφωμα τις μεταρρυθμίσεις του Χάττι Χουμαγιούν του 1856.
Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης και θα ήταν σκόπιμο να γίνει μια σύντομη αναφορά σε αυτές. Καταρχήν, η αναγνώριση του Πατριάρχη από το Χάττι Χουμαγιούν ως νομικού προσώπου με οικονομικές και διοικητικές αρμοδιότητες, η αναβάθμιση του ρόλου της Συνόδου και η κατάργηση των φόρων του Πατριαρχείου προς την Πύλη ευνόησαν την εκπαίδευση, που ήταν, άλλωστε, ενταγμένη στους κόλπους του Πατριαρχείου. Η ισότιμη ενσωμάτωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα και η δυνατότητά τους να εκπροσωπηθούν και από λαϊκούς στο επίπεδο κοινοτικής αυτοδιοίκησης ήταν άλλη μία σημαντική μεταρρύθμιση. Υποβοήθησε την προσπάθεια των μη μουσουλμανικών πληθυσμών, που ήταν Οθωμανοί υπήκοοι, να ενισχύσουν τη δική τους παιδεία.
Το Χάττι Χουμαγιούν πέρα από τις εγγυήσεις που έδινε σε όλους τους Οθωμανούς υπηκόους, μουσουλμάνους και μη, για ίσα δικαιώματα, τους παρείχε τη δυνατότητα να ιδρύσουν σχολεία, ναούς και άλλα εθνικά κτίρια. Με το συγκεκριμένο χάρτη διαμορφωνόταν ένα θεσμικό πλαίσιο εκπαίδευσης , που καθιστούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο εποπτεύουσα αρχή των σχολείων μαζί με την Πύλη και τις επαρχιακές και κοινοτικές αρχές. Το Πατριαρχείο θα έλεγχε τον εκπαιδευτικό μηχανισμό μέσω της Συνόδου των Μητροπολιτών και του Διαρκούς Μικτού Συμβουλίου. Σε επαρχιακό επίπεδο αρμόδια ήταν τα Μικτά Εκκλησιαστικά Συμβούλια και οι Εκπαιδευτικές Επιτροπές, ενώ σε επίπεδο κοινότητας αρμόδιοι ήταν ο Μητροπολίτης και η Εφορεία.
Η σχολική Εφορεία της Βέροιας
Υπεύθυνοι για τη διοίκηση των ελληνικών σχολείων ήταν οι έγκριτοι κάτοικοι των πόλεων, που αναλάμβαναν την οικονομική διαχείριση των σχολείων, τη στελέχωσή τους με διδακτικό προσωπικό, τη συνεργασία των Εφόρων με το Σχολάρχη, με απώτερο -πάντα- σκοπό την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων. Σε γενικές γραμμές, Επιτρόπους ή Εφόρους ως όργανα διοίκησης και εποπτείας σχολείων εντοπίζει κανείς σε σχολές των ανεπτυγμένων αστικών κέντρων από το 18ο αιώνα.
Η πρώτη σωζόμενη γραπτή πηγή για τη διοίκηση των ελληνικών σχολείων της Βέροιας είναι το Πρακτικό ιδρύσεως του Αλληλοδιδακτικού σχολείου του έτους 1849 . Σε αυτό υπάρχουν οι υπογραφές των προκρίτων της πόλης της Βέροιας, των Εφόρων των σχολείων και των Επιτρόπων των εκκλησιών. Παράλληλα, σε Κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου Βέροιας με τίτλο Ταμείον 1873 οι Έφοροι των σχολείων της Βέροιας ήταν οι επίτροποι της προαναφερθείσας εκκλησίας . Όπως αναφέρει ο Π. Δ. Πυρινός, κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν.
Oι σχετικές με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των Εφόρων διατάξεις των Κανονισμών της Κοινότητας της Βέροιας, τόσο του 1892 όσο και του 1903, είναι πολύ διαφωτιστικές ως προς τον τρόπο εποπτείας και διοίκησης των σχολείων της Βέροιας . Σύμφωνα με τον Κοινοτικό Κανονισμό του 1892, οι 3 Έφοροι εκλέγονταν από την 24μελή Αντιπροσωπεία της πόλης. Αντίθετα, ο Κανονισμός του 1903 προβλέπει την αύξηση των εφόρων σε 4 και την εκλογή τους από τη Δημογεροντία, τη Διευθύνουσα Επιτροπή και το Μητροπολίτη . Προϋπόθεση για την ανάδειξη κάποιων πολιτών ως μελών της Εφορείας ήταν να είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, οθωμανοί υπήκοοι, άνω των 25 ετών και μόνιμα εγκατεστημένοι στη Βέροια.
Πρόεδρος της σχολικής Εφορείας Βέροιας ήταν ο εκάστοτε Μητροπολίτης. Κατά την περίοδο 1892-1911 διατελέσαντες Μητροπολίτες υπήρξαν οι Κοσμάς Ευμορφόπουλος, Κωνστάντιος Ισαακίδης, Απόστολος Χριστοδούλου, Λουκάς και Καλλίνικος Δελικάνης. Τα υπόλοιπα μέλη της σχολικής Εφορείας απαρτίζονταν από τον Αντιπρόεδρο, το Γραμματέα και τον Ταμία. Η ανάθεση των διαφόρων ρόλων των Εφόρων γινόταν είτε μετά από συνεννόηση είτε μετά από διενέργεια εσωτερικών εκλογών, ενώ ο Μητροπολίτης τους έστελνε τα σχετικά πιττάκια, επικυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την εκλογή τους . Περιπτώσεις θανάτου, παραίτησης, αποδοκιμασίας στο πρόσωπο ενός εφόρου ή ακόμα και παύσης τους οδηγούσαν σε αντικαταστάσεις από την Αντιπροσωπεία ή τη Δημογεροντία. Μόνο σε περιπτώσεις γενικών αποχωρήσεων η Αντιπροσωπεία διεξήγαγε επαναληπτική ψηφοφορία για την ανάδειξη νέων Εφόρων.
Σύμφωνα με τους Κοινοτικούς Κανονισμούς, η Εφορεία έπρεπε να συνεδριάζει κάθε βδομάδα ή και σε έκτακτες περιστάσεις. Η συχνότητα, βέβαια, των συνεδριών εξαρτιόταν κυρίως από τη δραστηριότητα και το ενδιαφέρον των Εφόρων αλλά και από την προσωπικότητα του εκάστοτε Μητροπολίτη. Όποτε υπήρχε απαρτία, η πλειοψηφία έπαιρνε αποφάσεις για ποικίλα ζητήματα.
Tα καθήκοντα, που αναλάμβαναν, σχετίζονταν με την οικονομική διαχείριση των σχολείων, τη σύνταξη των σχολικών κανονισμών, την ίδρυση νέων σχολείων, την εποπτεία του εκπαιδευτικού προσωπικού, τον καταρτισμό των σχολικών προγραμμάτων και την επιλογή της διδακτέας ύλης. Στις περισσότερες, βέβαια, συνεδρίες της σχολικής Εφορείας της Βέροιας, με βάση τα πρακτικά των ετών 1892-1911, το ζήτημα που απασχολούσε περισσότερο τους Εφόρους ήταν οι προσλήψεις ή παύσεις του διδακτικού προσωπικού.
Το άτομο, που είχε επιφορτισθεί με την τήρηση βιβλίων αριθμημένων και σφραγισμένων με τη σφραγίδα της Μητρόπολης Βέροιας, ήταν ο ταμίας της Εφορείας και στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς υπέβαλε τα βιβλία της Εφορείας είτε στην Αντιπροσωπεία (σύμφωνα με τον Κοινοτικό Κανονισμό του 1892) είτε στη Δημογεροντία (σύμφωνα με τον Κοινοτικό Κανονισμό του 1903), ώστε να ελεγχθεί η οικονομική διαχείριση.
Σε γενικές γραμμές, ο ρόλος της σχολικής Εφορείας της Βέροιας στην εκπαιδευτική κίνηση της πόλης υπήρξε καθοριστικός. Λειτουργούσε ως ένας μηχανισμός αυτοδιοίκησης των σχολείων. Η αυτονομία αυτή, βέβαια, πολλές φορές περιοριζόταν λόγω της αυξημένης παρεμβατικότητας του εκάστοτε Μητροπολίτη, που διατελούσε πρόεδρός της.
1. Βούρη, Σ. (2000). «Η εκπαίδευση στη Μακεδονία». Ιστορικά-Ελευθεροτυπία, τ. 59, σσ. 30-32.
2. Ηλιάδου-Τάχου, Σ. (2001). Η Εκπαίδευση στη Δυτική και Βόρεια Μακεδονία 1840-1914. Από τα Αρχεία των Μητροπόλεων Σερβίων-Κοζάνης, Σισανίου, Καστοριάς, Μογλενών, Πελαγονίας, Πρεσπών και Αχριδών. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος, σ. 73-82.
3. Το θεσμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης αποσαφηνίσθηκε το 1860 με την ψήφιση των «Γενικών Κανονισμών περί διευθετήσεως των εκκλησιαστικών και εθνικών πραγμάτων των ορθοδόξων Χριστιανών, υπηκόων της Αυτού Μεγαλειότητος του Σουλτάνου» και με την έκδοση το 1902 του «Θεμελιώδους Κανονισμού της εκλογής και των καθηκόντων των εν κλίματι του Οικουμενικού Θρόνου ενοριακών, κοινοτικών και επαρχιακών αρχών» Βλ. Ηλιάδου-Τάχου (2001), ό.π.π., σσ. 76, 77.
4. Χιονίδης, Γ.Χ. (1991). Πληροφορίες για την ορθόδοξη ελληνική κοινότητα της Βέροιας στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ανάτυπο. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, σσ. 298, 299.
5. Πυρινός, Π.Δ. (2009). Βεροιώτικα σημειώματα. Εκκλησιαστικά, ιστορικά, εκπαιδευτικά, προσωπογραφικά κ. ά. Βέροια: Βιβλιοπωλείο Πυρινός, σ. 25.
6. Παπαστάθης, Χ. (1984). Οι Κανονισμοί των Ορθόδοξων Ελληνικών Κοινοτήτων του Οθωμανικού Κράτους και της Διασποράς. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, σσ. 218-220, 227, 228.
7. Μόνο κατά το σχολικό έτος 1885-1886, οι έφοροι εκλέχτηκαν από τη γενική συνέλευση των Βεροιέων. Το πρακτικό, μάλιστα, φέρει τις υπογραφές 21 πολιτών. Βλ. Πυρινός, Π. Δ. (1983). Η συμβολή της Μητροπόλεως Βέροιας στην παιδεία κατά τον 19ο αιώνα. Θεσσαλονίκη: Δημοσιεύματα Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης, σ. 40.
8. Μπέτσας, Ι.Σ. (1997). Ο θεσμός των σχολικών εφορειών στο πλαίσιο της εξέλιξης του κοινοτισμού κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας: Το παράδειγμα των κοινοτήτων της Μακεδονίας. Μεταπτυχιακή εργασία. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ., σσ. 82, 83.
9. Παπαστάθης, ό.π.π., σ. 218, 227.